Ο χορός του θανάτου άρχισε πριν από πέντε μέρες, στην αρχή της μεγάλης γιορτής των Πανιωνίων. Αν με ρωτούσες τότε, σίγουρα δεν θα μπορούσα να μαντέψω ποτέ ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν έτσι. Όλο τον ανοιξιάτικο μήνα του Θαργηλιώνος δούλευα κάτω από το άγρυπνο μάτι του αρχιερέα Κρίασου, ώστε να ετοιμάσω του ιερούς χώρους του Πανιωνίου για τη γιορτή και τους μεγάλους αθλητικούς αγώνες. Αθλητές και θεατές από τις δώδεκα πόλεις της Ιωνικής Συμμαχίας θα συνέρρεαν στη γιορτή, τη μεγαλύτερη από όλες τις θρησκευτικές εκδηλώσεις σε τούτο το μέρος του Ελληνικού Κόσμου. Αθλητές, χορηγοί, θεατές και όλοι όσοι ήθελαν να βγάλουν λεφτά άρχισαν να καταφτάνουν στην Πριήνη μια εβδομάδα πριν την έναρξη των αγώνων, ο καθένας ερχόταν για διαφορετικό λόγο, με διαφορετικά όνειρα και ελπίδες και με ό,τι μεταφορικό μέσο υπήρχε. Ποιος να το φανταζόταν πως σ’ εμένα έναν ασήμαντο βοηθό ιερέα θα έπεφτε ο κλήρος να βρω τον φονιά του καλύτερου αθλητή μας που αναστάτωσε ολόκληρη την Πριήνη και μίανε τους ιερούς μας αγώνες; Ποιος θα το φανταζόταν ότι ανάμεσα στους υπόπτους θα ήταν δύο από τις ωραιότερες αρχοντοπούλες μας που διεκδικούσαν μια θέση στην άστατη καρδιά του άτυχου γόη αθλητή. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]