"...τότε δεν είχα φίλους, δεν έπαιζα με κανένα παιδί στο διάλειμμα και καθόμουν μόνος. Ντρεπόμουν που δεν μπορούσα να διαβάσω ή να γράψω ορθογραφία σωστά. Φοβόμουν να διαβάσω όταν με μάλωνε για τα λάθη μου η κυρία ή όταν με σήκωνε στον πίνακα για να γράψω και το χέρι μου έτρεμε, "τα έπαιζα" εκείνη την ώρα. Αγχωνόμουν πάντα για το παραμικρό: εάν θα γράψω καλά, εάν θα διαβάσω, εάν θα αποκτήσω ποτέ μου φίλους..."
Ο Νικόλας, έφηβος σήμερα, περιγράφει πώς αισθανόταν πριν διαγνωσθεί ως δυσλεξικός και πριν αντιμετωπίσει το πρόβλημά του με τη βοήθεια ειδικού παιδαγωγού.
Οι παραπάνω σκέψεις και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν δοκιμάζουν ένα μεγάλο αριθμό παιδιών και εφήβων που αντιμετωπίζουν δυσλεξία. Η συγγραφέας μοιράστηκε τις ανησυχίες των δυσλεξικών παιδιών και εφήβων στο πλαίσιο των προγραμμάτων θεραπευτικής παρέμβασης τα οποία εφαρμόζει για τη βελτίωση των ικανοτήτων τους στην ανάγνωση και τη γραφή. Η εμπειρία της αυτή αποτέλεσε την αφετηρία για την διεξαγωγή της παρούσας έρευνας με στόχο την αξιολόγηση του άγχους των δυσλεξικών εφήβων και τη χαρτογράφηση του ρόλου της μητέρας και του φιλολόγου καθηγητή στη διαμόρφωση των συναισθημάτων που βιώνουν οι εν λόγω έφηβοι. Τα ερευνητικά της ευρήματα έρχονται να επιβεβαιώσουν τα αρνητικά συναισθήματα που τα δυσλεξικά παιδιά εκφράζουν με τόσο άμεσο τρόπο και επιπλέον να επισημάνουν την ανάγκη μιας συστηματικής προσπάθειας για τη συναισθηματική στήριξη των δυσλεξικών παιδιών και εφήβων από την οικογένεια και όλους τους ειδικούς που εργάζονται μαζί τους.