[...] Η υπερβολή όμως μπορεί να έχει πολλές όψεις και να προκαλεί μέσα μας διαφορετικές αντιδράσεις. Λ.χ. στη `Διαβολιάδα`, στην αρχή μένουμε έκπληκτοι από τις μεταμορφώσεις του αποθηκάριου Σκελέερ την έκπληξη διαδέχεται γρήγορα ή αμηχανία, για να παραχωρήσει κι αυτή τη θέση της σ` ένα άγχος που διογκώνεται ολοένα και περισσότερο και που το τέλος του διηγήματος αντί να το κάνει να υποχωρήσει το επαυξάνει. Στα `Μοιραία Αυγά`, πάλι, η σάτιρα της γραφειοκρατίας και των ακροτήτων του νέου καθεστώτος διαπλέκονται με τον αποτροπιασμό και τη φρίκη· ένα σφάλμα, που σε άλλη περίπτωση θα ήταν μάλλον επουσιώδες, αποκτά ακαριαία τέτοιες διαστάσεις, ώστε θα ήταν δυνατό να του δώσουμε αναρίθμητες ερμηνείες, συμβολικές ή παραβολικές. Σε ένα κρατικό αγρόκτημα αντί για αυγά πουλερικών επωάζονται αυγά ερπετών· η καταστροφή που ακολουθεί θα μπορούσε να θεωρηθεί αλληγορικά ως εκδίκηση της φύσης απέναντι στον πολιτισμό, ως παρωδία όλης της ανθρώπινης ιστορίας, ως ειρωνική στάση του συγγραφέα απέναντι στη λογική του ευοίωνου και του δυσοίωνου, ως αποδοχή, τέλος, του παραλόγου ως της μόνης πραγματικότητας. Χρησιμοποιώντας το γκροτέσκο, ο Μπουλγκάκοφ αφήνεται χωρίς άλλες άμυνες στην υπερβολή, κυριολεκτικά παίζοντας με τις φαντασιώσεις, τα οράματα, τις ελπίδες, τις λογικές κατατάξεις και τους μύθους. Όλα γίνονται συστατικά μιας ατέλειωτης, ανίερης φάρσας, ενός παιχνιδιού μέσα στο αφηγηματικό παιχνίδι, όπου οι ζαβολιές του συγγραφέα μάς κάνουν να είμαστε διαρκώς ανήσυχοι· κι αυτό όχι αποκλειστικά όταν βρισκόμαστε στην περιπέτεια της ανάγνωσης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]