Δεν είχα σκοπό να μείνω σε αυτή την πόλη. Ήθελα μόνο να φτιάξω εδώ ένα χώρο σαν αυτόν που άλλοι αποκαλούν σπίτι τους, κι έπειτα να ξαναφύγω. Όλα θα είχαν εξελιχθεί κατ` ευχήν αν είχα αποφύγει τον Πέτρο και την Ντιάνα. Μιλάω για τον γείτονά μου και τη γενετικώς βελτιωμένη γυναίκα του, αυτή που σκότωσε τον προϊστάμενό του στο νοσοκομείο κι έπειτα εξαφανίστηκε, χωρίς έκτοτε κανείς να ανακαλύψει ίχνη της. Θα ενδιαφερόμουν για την Ντιάνα, αν δεν υπήρχε εκείνος; Μάλλον όχι. Θα άλλαζα τα σχέδιά μου; Καθόλου. Όμως κατάλαβα πλέον, αφού είναι δουλειά μου να καταλαβαίνω τέτοια πράγματα, ότι εκτός από τον Πέτρο, έχω κι έναν άλλο λόγο να την αναζητώ. Στην Ντιάνα καθρεφτίζεται μια ενσυνείδητα απωθημένη πτυχή του εαυτού μου. Έχω ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί της, δηλαδή με ολόκληρο το είδος της, και τώρα μου δίνεται η ευκαιρία να τους τακτοποιήσω.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]