Στη σύγχρονη Ελλάδα πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να μιλάνε για ξωτικά, γοργόνες, κυνόμορφα πλάσματα και άλλα τερατόμορφα όντα, παρόμοια με εκείνα που απεικονίζονταν στους μεσαιωνικούς χάρτες. Αμφισβητώντας τις κοινότυπες αντιλήψεις για αυτούς τους μοχθηρούς δαίμονες, δηλαδή ότι εναπόκεινται αποκλειστικά και μόνο στη σφαίρα της λαογραφίας και των δεισιδαιμονιών, και ότι διαχωρίζονται εντελώς από το Χριστιανισμό, ο Charles Stewart μελετά τα «πιστεύω» των Ελλήνων σχετικά με τα ξωτικά και τον Ορθόδοξο Διάβολο, προκειμένου να καταδείξει την αλληλεξάρτηση της δογματικής θρησκείας με τις διάφορες ελληνικές τοπικές λατρείες.
Όπως οι χαρτογράφοι του Μεσαίωνα πίστευαν ότι στα όρια του τότε γνωστού κόσμου κατοικούσαν δαίμονες, οι οποίοι εξουσίαζαν τους τόπους αυτούς, έτσι και οι ελληνικοί δαίμονες θεωρείται ότι ενεδρεύουν σε απόμερες περιοχές - στα ρέματα, τα πηγάδια και τις σπηλιές. Οι δαίμονες αυτοί βρίσκονται κοντά στην ανθρώπινη κοινωνία και επιτίθενται στους κατοίκους προκαλώντας αρρώστιες ή επιφέροντας ακόμα και το θάνατο - όπως υποστηρίζουν οι πληροφοριοδότες του C. Stewart. Μελετώντας μια ασυνήθιστη σειρά πηγών, από την επιτόπια έρευνα του συγγραφέα στη Νάξο μέχρι και τα Ορθόδοξα λειτουργικά κείμενα, το συγκεκριμένο βιβλίο παρουσιάζει τα ξωτικά ως στοιχεία ενεχόμενα στην ελληνική νόηση: με τη βοήθεια τους οι άνθρωποι μπορούν να ερμηνεύσουν ή να κατανοήσουν τα τραύματα και τις αντιξοότητες της ζωής. Συγχρόνως, ο C. Stewart εξετάζει την κοινωνική δυναμική των ξωτικών, η οποία βοηθά τους ανθρώπους είτε να αποδεχτούν αυτούς τους δαίμονες ως έναν κρίκο που συνδέει την κλασική Ελλάδα με τη σύγχρονη, είτε να τους απορρίψουν εντελώς από τη ζωή τους θεωρώντας τους ως στοιχεία οπισθοδρομικότητας και αμάθειας.