Μ` ένα αστείο, μ` ένα δάκρυ, χέρι με χέρι, κουβέντα την κουβέντα οι Κερκυραίοι αγωνίζονται μετά τον πόλεμο να ξαναβρούν τους ρυθμούς της ζωής όπως παλιά. Η γιαγιά Αμαλία και τζία Κατίνα, `οι γυναίκες από ζάχαρη`, βάζουν σ` ένά ίκρο ό,τι λυπήθηκε η φωτιά, από τις εμπρηστικές βόμβες που έριξαν οι Γερμανοί, και ψάχνουν να στήσουν αλλού το σπιτικό τους, ν` ανάψουν τη `στια`, να ταΐσουν παιδιά και εγγόνια. `Οι γυναίκες από ζάχαρη` λοιπόν, με κερκυραϊκό σαρκασμό και συνταγές σοφές, ανένταχτες, καθορισμένες κυρίως από τις παραξενιές του χρόνου, στην εποχή των τυποποιημένων γεύσεων σε πακέτα χάρτινα ή πλαστικά μας καλούν στην κουζίνα τους να φάμε σαν άνθρωποι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]