. . .’Οσο για μένα και τους ομοίους μου, είχαμε φύγει για το Μετά. Ζούσαμε απομονωμένοι για να μη μολευτούμε άλλο. Είχαμε απαρνηθεί τους τόπους της ηδονής, είχαμε κατοικήσει την πατρίδα της σκέψης. Ήμαστε σε τούτο τον κόσμο με το ένα πόδι και με το άλλο στον άλλο. Αφουγκραζόμασταν τους ήχους κάτω απ’ τις λέξεις, αποκρυπτογραφούσαμε τα σημάδια της σιωπής. Βυζαίναμε το φως μέσα απ’ την απόσταση. Παντρεύαμε τους χωμάτινους εαυτούς μας μ’ ένα κομμάτι ουρανό. Απολαμβάναμε τα μυστήρια του βυθού έκπληκτοι για το θαύμα. Ήμαστε κάτι λίγο από άνθρωπο, από θεό κι από λύκο. Κι αυτό ήταν δύσκολο. Μόνο ο Θεός που μας έβλεπε ήξερε πόσο δύσκολο ήταν!. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]