Ο Ρεμπώ εγκαταλείπει οριστικά την ποίηση στο τέλος του 1873. Μετά από απίστευτες περιπλανήσεις που τον φέρνουν για χρόνια στην Αγγλία, τη Γερμανία, την Ιάβα, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και την Κύπρο, εγκαθίσταται από τον Δεκέμβριο του 1880 στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας. Εναλλάσσοντας παραμονές στα υψίπεδα του Χαράρ (στην Αβησσυνία) με αναγκαστικές υποχωρήσεις στο Άντεν ή στο Κάιρο, προσπαθεί επί ένδεκα χρόνια να κάνει την τύχη του με κάθε τρόπο: εμπόριο καφέ, θυμιάματος και φτερών στρουθοκαμήλου, κυνήγι ελεφάντων, εμπόριο βαμβακερών, ελεφαντόδοντου και δερμάτων (τίγρεις, λεοπαρδάλεις, λιοντάρια), πώληση όπλων. (. . .) «Το εμπόριο με το άγνωστο» όμως δεν έχει επιτυχίες. Οι επιχειρήσεις του «μέσα στη φρίκη των σεληνιακών χωρών» καταλήγουν, η μία μετά την άλλη, σε καταστροφή. Ο εφιάλτης αυτής «της εποχής στην κόλαση» περιγράφεται στα γράμματα που συγκεντρώνονται εδώ, απευθυνόμενα κυρίως στη μητέρα του και την αδελφή του, μεταξύ 1880 και 1891 (. . .).
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]