Έσπευσα στον τόπο της έκρηξης και αντίκρισα τη Ρούλα, τη Ρούλα τη Ρογκότη, σακατεμένη κι απ` τα δυο της πόδια. Πάνω απ` τα γόνατα δυο κολοβώματα -δυο φρικιαστικά καμένα υπόλοιπα από την έκρηξη σκέλη- και η Ρούλα να οδύρεται τραβώντας τα μαλλιά της. Σοκαρισμένη, μισοπεθαμένη, ξαπλωμένη στο έδαφος, εκλιπαρούσε να την αποτελειώσουμε. Μόλις με είδε, μ` άρπαξε απ` τα χέρια και με ικέτευε: -Τίναξέ μου τα μυαλά στον αέρα, Βλάση, σκότωσέ με σε παρακαλώ, Βλάση, λυπήσου με, πυροβόλησέ με, σκότωσέ με, Βλάση, Βλάση. . . Έσβησε καθώς τη μεταφέραμε στα χέρια προς το λημέρι! Αυτή μ` έσωσε, εγώ δεν μπόρεσα -ώσπου να πεθάνω, θ` ακούω τις φωνές της: «Σκότωσέ με, Βλάση, σε παρακαλώ!». Πόσο θα `θελα -και τι δε θα `δινα- αυτό μου το βιβλίο να το διαβάσουν νέοι άνθρωποι. Πόσο θα `θελα να διάβαζαν τις παραπάνω σειρές και να μαθαίνανε πως ένα νέο κορίτσι, η Ρούλα η Ρογκότη, πέθανε για μια ιδέα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]