[...] Η Υπάτη ή Υπάτα ή Ύπατα (από το ρήμα υπατεύω ή από τη θέση της πόλης κάτω από την Οίτη) κατά την αρχαιότητα είναι η πρωτεύουσα του θεσσαλικού φύλου των Αινιάνων (3ος αι. π.Χ.). Ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος (53 π.Χ.-14 μ.Χ.) απονέμει στην πόλη τον τίτλο Αυγούστα (σεβαστή). Η Υπάτη διατηρεί το όνομά της έως τον 9ο αιώνα μ.Χ., οπότε μνημονεύεται για πρώτη φορά ως Νέαι Πάτραι.
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο άγιος Ηρωδίων, συγγενής και μαθητής του αποστόλου Παύλου, διαδίδει το χριστιανισμό στην Υπάτη, όπου και μαρτυρεί αφού διατελεί πρώτος επίσκοπός της.
Η Υπάτη έως τον 6ο αιώνα αποτελεί σημαντικό διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο και έδρα επισκοπής. Από τον 9ο αιώνα μνημονεύεται ως έδρα μητρόπολης.
Το 1218, η πόλη καταλαμβάνεται από τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα, Δεσπότη της Ηπείρου. [...]
(από τη σελίδα 9 του φυλλαδίου)