Με τον Βάλια Σεμερτζίδη γνωρίστηκα στο εργαστήρι του, στο Πολύγωνο της Αθήνας, μια Κυριακή πρωί, το χειμώνα του 1950. Ήμουνα είκοσι χρονών και είχα έρθει στην Αθήνα από τη Θεσσαλία τον Οχτώβρη του 1946, για να γλιτώσω από τις παρακρατικές συμμορίες του Σούρλα, του Καλαμπαλίκη και του Καρακίτσου, που αλώνιζαν τη Θεσσαλία, και, με την ανοχή ή τη συνεργασία των κρατικών αρχών, καταδίωκαν, βασάνιζαν και σκότωναν τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Δούλευα τότε στον εκδοτικό οίκο `Οι Φίλοι του Βιβλίου`, διάβαζα με πάθος λογοτεχνία, ιδιαίτερα ποίηση, και είχα ακούσει λίγη κλασική μουσική στον εξώστη της Λυρικής Σκηνής, όπου πρωτοπήγα, τυχαία επίσης, μια Κυριακή πρωί, το χειμώνα του 1948. Αλλά, δεν είχα δει ποτέ μου ζωγραφική, εκτός, βέβαια, από φωτογραφίες σε βιβλία. Αντίκρισα για πρώτη φορά έργο ζωγραφικής στο εργαστήρι του Βάλια και η παρθενική εκείνη επαφή στάθηκε για μένα μια αληθινή αποκάλυψη.
Ήταν δύσκολος χρόνος το 1950. Η εμφύλια τραγωδία είχε ολοκληρωθεί χωρίς κάθαρση, το 1949, και ο αντίχτυπος της ήττας του αριστερού κινήματος, βαρύς και οδυνηρός, πλάκωνε τη χώρα απ` άκρη σ` άκρη. Μα εμείς, που είχαμε βιώσει το έπος της Αντίστασης, δεν είχαμε την ήττα μέσα μας. Το διαχρονικό όραμα της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της αδελφοσύνης των ανθρώπων, που γαλούχησε το πνεύμα μας τα ηρωικά χρόνια του αντιφασιστικού αγώνα, ήταν στις ψυχές μας ζωντανό κι αδάμαστο.
Με αυτό το πνεύμα, τα μάτια της ψυχής μου αντίκρισαν τη ζωγραφική του Σεμερτζίδη. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]