Γενικά, περνάω την ώρα μου περιπλανώμενη άσκοπα. Όλη η νεολαία στην ηλικία μου χαζοδουλεύει. Τι είναι αυτό που με ενοχλεί πιο πολύ; Ότι οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται για την ανεργία, για να μην ανεβαίνει ο πληθωρισμός. Έχουν αποφασίσει ότι θα υπάρχει ανεργία, δεν θα κινείται πολύ χρήμα. Από την άλλη, πώς γεμίζουν οι καφετέριες; Οι γονείς δίνουν, γιατί φοβούνται: `Το παιδί μου να γίνει κλέφτης; Να είναι στερημένο;` Και έτσι παρουσιάζεται μια πλασματική εικόνα ευημερίας. Έχει μεγαλώσει πια το όριο που ωριμάζουν τα παιδιά. Μέχρι τα τριάντα ακόμη σπουδάζουν. Και ποιο το αποτέλεσμα; Περνάμε καλά. Ξενυχτάμε πολύ. Ξεχνιόμαστε λίγο.
Στο `Αχ, Ελλάδα, σ` αγαπώ` διάφορα πρόσωπα σκιαγραφούν την σύγχρονη Ελλάδα σε εννιά αυτοτελείς ιστορίες που εκτυλίσσονται στη Μάνη, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, μεταξύ 1996 και 2009: ένας Γάλλος διπλωμάτης ρωσικής καταγωγής, με ανθελληνική στάση· ένας νέος σε ηλικία Αλβανός μετανάστης· μια πτυχιούχος κοινωνικών σπουδών μια ιδιοκτήτρια μικρού συνοικιακού σούπερ μάρκετ μια νεαρή Γεωργιανή που γηροκομεί έναν γέρο συνταξιούχο δάσκαλο, καθηλωμένο στο αρχαιοελληνικό μεγαλείο.
Το μυθιστόρημα κλείνει με τους μονολόγους δύο νεαρών πεζογράφων (η μια είναι `μπεστσελερίστρια`, ενώ η άλλη αισθάνεται ότι εκπροσωπεί τις αισθητικές αξίες της λογοτεχνίας) και ενός καλλιεργημένου εκδότη ο οποίος αναγκάζεται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της αγοράς για να σωθεί από τη χρεοκοπία.
Ένα έξοχο πανόραμα της σημερινής Ελλάδας, με το προανάκρουσμα της κρίσης που την μαστίζει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]