Τις φεγγαρολουσμένες νύχτες του Απρίλη ο Ερωτόκριτος έστεκε καρτερικά κάτω από την παρθενική κλίνη της Αρετούσας. Στήριζε το λαγούτο του στο στήθος και με φωνή που σπαρταρούσε από λαχτάρα έκανε τον άνομο πόθο του τραγούδι. Η Αρετούσα, η γλυκιά κόρη του Ηράκλη, του άρχοντα της Αθήνας, ξεπρόβαλλε στο παράθυρο του παλατιού και άκουγε τα λόγια του συγκινημένη. Η φλόγα που σιγόκαιγε την ψυχή του όμορφου νέου απλωνόταν στον αστροφώτιστο ουρανό και πυρπολούσε το ένα μετά το άλλο τα φύλλα της καρδιάς της. Κάπως έτσι άρχισε ο έρωτας της ρηγοπούλας με το γιο του Πεζόστρατου, πρωτοσυμβουλάτορα του βασιλιά. Κάπως έτσι αρχίζει πάντα η αγάπη. Για την Αρετούσα, ωστόσο, ο πόνος ήρθε γρηγορότερα απ’ ό,τι θα περίμενε κάποιος. . . Ο Ακύλλας, ο πρώην σύμβουλος του βασιλιά, και η Χρυσάντζα, πικραμένη από την προτίμηση που έδειξε ο Ερωτόκριτος στην ξαδέλφη της, ένωσαν το μίσος τους και έστησαν παγίδα στους δυο ερωτευμένους. Πότισαν την ψυχή του βασιλιά με τα μοχθηρά τους λόγια, με αποτέλεσμα η ασυγκράτητη οργή του Ηράκλη να απειλεί την αγάπη τους για πάντα. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]