Το γήπεδο αυτό που απόψε σε μια καλή στιγμή αντίκρισα ν` απλώνεται μπροστά μου, σαν πράσινος ορίζοντας σε βάθος, θα μπορέσω άραγε να ξαναδώ με την ίδια όρεξη όπως όταν το `χα πρωτοδεί; Το χωράφι εκείνο με το χορτάρι φουντωμένο και το παιδί που έτρεχε στην άκρη του να φτάσει εκεί όπου έδυε ο ήλιος, δίχως να το νοιάζει αν πληγώνει τα γόνατά του, επειδή σηκωνότανε ξανά και πάλι έτρεχε (γιατί του άρεσε να τρέχει μες στο μακρύ χωράφι με τα γόνατα γδαρμένα απ` τις μολόχες που πάνω τους έπεφτε για να φτάσει ως εκεί που τέλειωνε το γήπεδο και βασίλευε ο ήλιος), άραγε θα μπορέσω να το ξαναδώ; [...]