Στ` αλήθεια, δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που είδα το φως της μέρας. Θυμάμαι όμως το Σάμ, γιατί ήταν σαν κι εμένα... Ούρλιαζε σαν μωρό... ο Σαμ ήταν παλληκάρι. Ποτέ δεν έμαθα το επίθετό του, δεν προλάβαμε να την βρούμε οι δυο μας, γιατί αυτοί την πέφτουν άγρια στους κίναιδους, την πέφτουν άγρια στους δρόμους, την έπεσαν πιο άγρια στο Σαμ. Μάθαμε πως τον έπιασαν, τον πέταξαν στην κλούβα, του `δεσαν τα μάτια, τον κλώτσαγαν. Εμάς, μας πήραν τα ρούχα και τα πράγματα και μας γέμισαν σκονάκια. Τότε, είδα το Σαμ που έπεφτε φτύνοντάς τους στα μάτια. Τώρα, κλείνω τα μάτια μου, μαθαίνω να είμαι ένα μέλος της κοιν... της κοινω... της κοινωνία... σσστ!