Δεν ήθελα, ούτε μπορούσα να ξεφύγω από υποθήκες που μου είχαν πολύ νωρίς εντυπωθεί, αν και συχνά αναρωτιόμουν τί νόημα είχε ένα τέτοιο ταξίδι, τί έκανα εκεί και γιατί είχα τόσο έντονο ενδιαφέρον για ένα ασήμαντο, περιφερειακό και έξω από τον συρμό περιβάλλον. Ποιά γενικότερη σημασία μπορούν, τέλος πάντων, να έχουν όλα αυτά; Στους χώρους της πάλαι ελληνικής Ανατολής πηγαίνουμε, βέβαια, πρώτα ως προσκυνητές. Θέλουμε να είμαστε εκεί, όχι για να συναντήσουμε το διαφορετικό, αλλά για να επιβεβαιώσουμε και να επανασυνδεθούμε με το οικείο. Τα ταξίδια αυτά είναι και νόστος, γιατί κινούνται και από μία νοσταλγία στον χώρο της φαντασίας, που ξεκινά από την εξιδανίκευση ενός παρελθόντος και ενός πολιτισμού· πράγματα, που είναι, βέβαια, για πάντα χαμένα, αλλά προσδιορίζουν, ως ένα βαθμό, το παρόν και το μέλλον. Οι φυγάδες της πάλαι Ελληνικής Ανατολής μεταφέρουν τη νοσταλγία και την εξιδανίκευση στις επόμενες γενιές. Τα ταξίδια αυτά δεν έχουν σχέση με τον τουρισμό. Ο τουρίστας αδυνατεί να μυηθεί. Εμείς, προσπαθούμε να ξαναβρούμε ιδιαιτερότητες που μας αφορούν και μας χαρακτηρίζουν και να αποκαλύψουμε και να εξηγήσουμε τις σημασίες τους. Τα ταξίδια των Ελλήνων στην χαμένη γι’ αυτούς Ανατολή προϋποθέτουν μία μύηση που διευρύνεται και παραμένει στη συνείδηση με το ταξίδι. Μαζί με τη μύηση, ο ταξιδευτής αναζητά το οικείο, την επιβεβαίωση του τί ο ίδιος είναι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]
Ταξίδια στήν Ἀνατολική Θράκη, στή βόρεια ἀκτή τῆς Προποντίδας, ἀμέσως ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί προς δυτικά κατά μῆκος τῆς ἀκτῆς, μέχρι τήν περιφέρεια τῆς Ραιδεστοῦ, μέ τό παρά τή θάλασσα Ἱερό Ὄρος καί τά 28 χωριά πού ἀποτελοῦσαν τά Γανόχωρα.Ἡ περιοχή αὐτή δέν ἔχασε μέχρι πρόσφατα τήν ἑλληνικότητά της˙ ἔγινε, μάλιστα, χῶρος συγκέντρωσης καί συσπείρωσης ἑλληνικῶν πληθυσμῶν, πού ἀπό τόν 14ο αἰῶνα, μέ τήν ἄφιξη τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων στή Βιθυνία, ζήτησαν καταφύγιο στή βόρεια ἀκτή τῆς Προποντίδας. Ἀκόμη, μετά, τόν 17ο αἰῶνα, ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ, ἰδίως στίς πλαγιές τοῦ Ἱεροῦ Ὄρους, φυγάδες ἀπό τό Αἰγαῖο καί τήν Πελοπόννησο. Στά βουνά κατέφυγαν οἱ Ἕλληνες καί τά βουνά τούς προστάτευσαν.Τούς πρώτους τρομερούς αἰῶνες μετά τήν τουρκική κατάκτηση ἀκολούθησε ἡ ἀνασύνταξη τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν. Μέ τόν Εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό, τό οἰκονομικό ἐνδιαφέρον τῶν Δυτικῶν, τή συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ καί μέ τίς προσπάθειες γιά ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐμφανίζονται ἀπό τόν 18ο αἰῶνα συνθῆκες πού ἐπιτρέπουν τή δημιουργία μιᾶς ρωμαίικης ἐμπορευματικῆς τάξης καί τήν ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς ἐμπορικῆς ναυτιλίας. Μέ τίς ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις, στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, οἱ ἄπιστοι Τζιμμῆδες, ὑπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, ἀνέρχονται καί γίνονται σημαντικό τμῆμα τῆς ἀστικῆς τάξης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Παράλληλα, οἱ δημογραφικές συνθῆκες στό Αἰγαῖο καί τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα βοηθοῦν τή μετανάστευση ἑλληνικῶν πληθυσμῶν πρός τή Θράκη καί τή Μικρά Ασία. Οἱ αὐτόχθονες κοινότητες τῶν Ρωμηῶν εὐημεροῦν καί νέες κοινότητες δημιουργοῦνται.Ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ ἑλληνικές κοινότητες τῆς Ἀνατολῆς συνιστοῦν σημαντικό τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας (τό 13% σύμφωνα μέ τήν ἀπογραφή τοῦ Πατριαρχείου τό 1912) καί δημιουργοῦν μιά πραγματικότητα στήν ὁποία, εἶναι μέν πολιτικά ὑποταγμένες, γίνονται, ὅμως, οἰκονομικά κυρίαρχες και κοινωνικά καί πολιτιστικά ἀνεξάρτητες. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, λήγοντος τοῦ 19ου αἰῶνα, οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦν ἕνα λαό μέ χαρακτηριστικές ἰδιαιτερότητες καί προνομιοῦχο θέση στήν Ἀνατολική Μεσόγειο καί τόν Εὔξεινο.Θεωροῦμε τήν κοινωνική καί δημογραφική ἄνοδο τῶν κοινοτήτων τῶν ἀνατολικῶν Ἑλλήνων ὡς μία περίοδο ἀκμῆς κατά τήν ὁποία ἀναδύονται μακραίωνες παραδόσεις και ἐμφανίζεται πάλι ἡ χαρακτηριστική στούς Ἕλληνες οἰκουμενικότητα.Οἱ ἑλληνικές κοινότητες ἐλέγχουν, πρίν τό 1922, τό 50% τοῦ κεφαλαίου του ἐπενδεδυμένου στή βιομηχανία τῆς Αὐτοκρατορίας, τό 60% τῶν θέσεων ἐργασίας στούς μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχοῦν ἀπόλυτα στό εἰσαγωγικό καί τό ἐξαγωγικό ἐμπόριο. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε, ὅτι τό 1914 τό 46% ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες τραπεζῶν καί τραπεζίτες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἦταν Ρωμηοί. Τήν ἴδια χρονιά ἀπό τίς 6.507 βιομηχανίες καί βιοτεχνίες τῆς Αὐτοκρατορίας τό 49% ἀνῆκε σέ Ρωμηούς καί μόλις τό 12% σέ Τούρκους. Τό 1914 πάλι, Ἕλληνες ἦταν τό 52% τῶν γιατρῶν, τό 49% τῶν φαρμακοποιῶν, τό 52% τῶν ἀρχιτεκτόνων, τό 37% τῶν μηχανικῶν καί τό 29% τῶν δικηγόρων τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ρωμηοί μαθητές ἀντιπροσωπεύουν σέ ἀπόλυτους ἀριθμούς τό διπλάσιο σχεδόν τῶν Μουσουλμάνων μαθητῶν σέ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε γίνει ἡ γλῶσσα τῶν ἐμπόρων καί τῆς καλῆς κοινωνίας, σέ βαθμό πού σημαντικό ποσοστό Ρωμηῶν ἀγνοοῦσε τήν τουρκική.Ἡ ἀσύλληπτης ἔκτασης Μικρασιατική Καταστροφή καί ἡ δραματική ἐγκατάλειψη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1922, μετά τή συνθήκη Ἀνακωχῆς τῶν Μουδανιῶν, ὑποχρέωσε τούς Ρωμηούς νά φύγουν γιά πάντα ἀπό τούς χώρους τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου κατοικοῦσαν γιά 30 αἰῶνες. Ὁ Ἀνατολικός Ἑλληνισμός ὑφίσταται τρομακτική φθορά. Οἱ ἑστίες του καί τά μνημεῖα του χάνονται. Οἱ θεσμοί του, ὁ πλοῦτος του καί τά ἐπιτεύγματά του καταστρέφονται.Ἡ ἰδέα τοῦ κρατικοποιημένου ἔθνους, πού δρομολόγησε ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός λαμβάνει στήν Ἀνατολή ἀπόλυτες μορφές˙ με κατάληξη τίς ἐθνικές ἐκκαθαρίσεις στά Βαλκάνια καί τήν ἐξαφάνιση ὅλων τῶν χριστιανικῶν μειονοτήτων στήν Ἀνατολή.Ἡ Μικρασιατική Καταστροφή, ἡ ὁποία ἀκόμη συνεχίζεται μέ διάφορες μορφές, ἀποτελεῖ, κατά τή γνώμη μας, κεντρικό γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Οἱ Ἑλληνες, μετά ἀπό ὀδυνηρές διαδικασίες, βρίσκονται ὅλοι συγκεντρωμένοι στήν ἱστορική εὐρωπαϊκή τους ἑστία. Αὐτό εἶναι ἱστορικά πρωτοφανές. Μετά τό γεγονός αὐτό ὁ Νέος Ἑλληνισμός εἶναι κάτι διαφορετικό, ἐνῶ ἐντείνεται ἡ διαχρονική κρίση ταυτότητας πού τόν χαρακτηρίζει.Ἡ Μικρασιατική ἧττα τῆς Ἑλλάδας καί ἡ ἐκκένωση ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς Ἰωνίας, τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Κωνσταντινούπολης καί τοῦ Πόντου δημιουργοῦν συνθῆκες πού τροφοδοτοῦν μία κρίση ταυτότητας καί στίς δυό χῶρες. Στήν Τουρκία, μέ τό νά παραμένει μετέωρη καί εὔθραυστη, σάν τίς κρεμαστές γέφυρες τοῦ Βοσπόρου, ἀνάμεσα στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία, ἀνάμεσα σέ ἕνα ψευδεπίγραφο δυτικό προσανατολισμό καί σέ μία ἀσιατική ταυτότητα καί ἕνα ἀσιατικό πολιτισμό. Στήν Ἑλλάδα, τροφοδοτεῖται ἡ κρίση ταυτότητας, μέ τήν προσκόλληση σέ ἕνα φαντασιακό δυτικό εὐρωπαϊκό ἰδεῶδες καί μία ἀστική παράδοση, πού δέν εἶναι δική της, ἐνῶ ἡ λαϊκή ψυχή καί οἱ πνευματικές δομές ἐπιμένουν στόν ἱστορικό τους πυρήνα. Ἡ Ἑλλάδα γίνεται μία χώρα σέ συνεχή ἀντίθεση πρός τόν ἑαυτό της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἑλλάδα πορεύεται πιά, χωρίς τήν ἀνατολική της συνιστῶσα καί στρέφει τά νῶτα της πρός τούς ἀνατολικούς χώρους, πού συνδέονται μέ τήν ἱστορική καί πνευματική της παρουσία.