Η ισονομία ενσωματώνεται στην πολιτειακή επινοητικότητα των Ελλήνων του δεύτερου μισού του 6ου και των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. ως κατάληξη της αντιπαράθεσης γνωρίμων και μη γνωρίμων και έχει τη δική της θέση, ως ένα ξεχωριστό πολίτευμα, δίπλα στα πολλά άλλα. Η αντίληψη περί ισονομίας ως πολιτειακού είδους συνδέεται άμεσα με τα διάφορα αιτήματα ισότητας που εμφανίζονται κατά την περίοδο του 6ου αιώνα π.Χ. καθώς και με το ιστορικό εκείνο περιβάλλον κατά το οποίο η κοινωνική πλειονοψηφία μετατρέπεται σταδιακά σε πολιτική πλειονοψηφία. Στο πλαίσιο αυτό επιλύεται ένα σημαντικό ζήτημα της σύγχρονης έρευνας που συνίσταται στη δυσκολία να διακρίνει και να αποδώσει ένα συγκεκριμένο όνομα σε πολιτεύματα που εμφανίζονται αυτή την περίοδο και δεν έχουν τα αμιγή χαρακτηριστικά μιας ολιγαρχίας, μιας τιμοκρατίας ή μιας αριστοκρατίας. Στα ιστορικά συμφραζόμενα αυτής της περιόδου η ισονομία προτάσσει την έννοια της κυριαρχίας του νόμου, ο οποίος, ως μια συλλογική απόφαση στη διαδικασία λήψης της οποίας απαιτείται ευρύτερη συμμετοχή, έρχεται να ρυθμίσει τις σχέσεις αριστοκρατών και μη αριστοκρατών και να εγκαθιδρύσει μια νόμιμη και συλλογική έκφραση της εξουσίας. Η συμμετοχή αυτή δήλωνε μια πολιτική ισότητα, με την έννοια ότι δημιουργείται ένα νέο πολιτικό σώμα το οποίο ισότιμα συμμετέχει στην εκκλησία του δήμου που αποφασίζει. Ωστόσο η πολιτική αυτή ισότητα με την ποσοτική της έννοια (πλήθος) αφορά όσους συμμετέχουν στην εκκλησία, ενώ με την ποιοτική της έννοια (ολίγοι) όσους συμμετέχουν στη διοίκηση της πόλης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]