Μισούσε τις γυναίκες. Μισούσε την ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τη ζωή. Για τον άντρα είναι διαφορετικά. Η φύση του άντρα επιτάσσει να στέκεται στα πόδια του, να μη λυγίζει. Ενώ εκείνες, εκμεταλλευόμενες την ευαίσθητη φύση τους, έκαναν οτιδήποτε προκειμένου να οδηγήσουν τη ζωή τους εκεί ακριβώς που επιθυμούσαν. Ήθελαν τα πάντα από αυτόν και σαν ύαινες παραφύλαγαν στο δρόμο του για να κατασπαράξουν ό,τι αγνό είχε μέσα του. Ακόμη και την ψυχή του. Κι αυτός έμαθε να τις εκδικείται με το πιο δυνατό όπλο του. . . τον έρωτα. Έγινε ο Αντώνης ο ιερόδουλος. Τους χάριζε έρωτα με το αζημίωτο και γέμιζε το πορτοφόλι του. Όταν όμως το βλέμμα του συνάντησε εκείνη, αμέσως κατάλαβε πως το μόνο που μισούσε μέχρι τώρα ήταν ο δεύτερος εαυτός του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]