Ο Αντ. Κ. Ιντιάνος (1899-1968) έδειξε ότι είχε τις προϋποθέσεις να ασχοληθεί σοβαρά με τη μελέτη και την κριτική της κυπριακής και της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, η διασπορά των ενδιαφερόντων του (άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, ανάληψη δημοσιοϋπαλληλικών καθηκόντων στην αποικιοκρατική κυβέρνηση, ενασχόληση με τους τομείς της ιστορίας και της αρχαιολογίας) περιόρισαν σημαντικά τα λογοτεχνικά του δημοσιεύματα, ιδίως στα χρόνια της ωριμότητας. Ο όγκος των κριτικών του εντοπίζεται κυρίως στα χρόνια 1924-1925, 1934-1942 και στεγάζεται στα λογοτεχνικά περιοδικά `Αβγή` και `Κυπριακά Γράμματα`. Περισσότερο ασχολείται με την κριτική της ποίησης, και πολύ σπάνια σχολιάζει δείγματα της δημιουργικής πεζογραφίας. Επίσης, παρουσιάζει γραμματολογικά σημειώματα για παλαιότερους λογοτέχνες και ποιητάρηδες της Κύπρου.
Οι ιδέες του σοσιαλιστικού δημοτικισμού, οι σπουδές του στην αγγλική φιλολογία, η γλωσσομάθεια και τα πλατιά διαβάσματά του είναι από τους παράγοντες που καθορίζουν τις κριτικές του τοποθετήσεις. [...] Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι ο Ιντιάνος, παρά τις κριτικές αστοχίες του και παρόλο που περιόρισε σημαντικά τις λογοτεχνικές ενασχολήσεις του στα χρόνια της ωριμότητας, μπορεί να θεωρηθεί από τους πλέον αξιόλογους κριτικούς του κυπριακού χώρου. Με ορισμένα δημοσιεύματά του (λ.χ., για τον Κάλβο και τον Σολωμό) κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση λογοτεχνών και λογίων του ευρύτερου ελληνισμού. Κάποτε συνδιαλέγεται με απόψεις ελλήνων κριτικών, του Παλαμά και του Άγρα, του Μαλάνου και του Παράσχου ή υιοθετεί θεωρητικές αρχές της διεθνούς λογοτεχνικής κριτικής· ή κάποτε δεσμεύεται από ιδεολογικές αρχές του δημοτικισμού ή του σοσιαλισμού και εμφανίζεται υπερβολικά αυστηρός στην αποτίμηση των λογοτεχνικών φαινομένων. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις προσεγγίζει με οξυδέρκεια το αντικείμενό του και καταθέτει ευαίσθητες και διεισδυτικές παρατηρήσεις.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]