Σε μια πρώτη ματιά τα διηγήματα του `Άντρες χωρίς Γυναίκες` είναι μια συλλογή σύντομων ιστοριών που αναφέρονται σε ταυρομάχους, απατεώνες, πυγμάχους που λαδώνονται, πρεζάκηδες, στρατιώτες σε νοσοκομεία. Ό,τι όμως τις κάνει να ξεχωρίζουν δεν είναι τα θέματά τους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένες και πού θα αποβεί καθοριστικός για όλο το κατοπινό έργο του Έρνεστ Χέμινγουαιη. Γιατί εδώ ακούγεται αυτός ο αξιοθαύμαστος οργανωμένος από τον συγγραφέα διάλογος των ανθρώπων του δρόμου, της γειτονιάς, των ανθρώπων που ζουν στα όρια μεταξύ νόμου και παράνοιας και που η γλώσσα τους μοιάζει με την ίδια την ζωή τους: χωρίς βαθιά νοήματα, ηθικό βάρος και περίτεχνη εμφάνιση. Αυτή η διαφορετική στάση του Χέμινγουαιη απέναντι στη γλώσσα της αφήγησης αντανακλά και την άποψή του για τον ρόλο του συγγραφέα. Δεν φαίνεται να τον γοητεύει η καριέρα του μυθιστοριογράφου που αναδημιουργεί τον κόσμο μέσα από το γραφείο του, αλλά απλώς η προσπάθεια να χρησιμοποιήσει τη γραφή όσο γίνεται πιο ξεκάθαρα και κοφτά για να περιγράψει αντικειμενικά, και με τα πιο λιτά μέσα έκφρασης, γεγονότα ή να αναδημιουργήσει με μεγαλύτερη αληθοφάνεια την αίσθηση του φόβου και της βίας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]