Η αναδίφηση του πρόσφατου παρελθόντος, που επιχειρεί με τα ατελή της μέσα η παρούσα έκθεση-έρευνα, τελείται σε κομβική περίοδο: το 2012 δεν σημαίνει μόνο τον θυελλώδη τερματισμό της εγχώριας Μεταπολίτευσης, αλλά και την αλλαγή Παραδείγματος για την Ευρώπη και τις δυτικές δημοκρατίες.
Ενώ λοιπόν το μέλλον μας έρχεται σαν αναδυόμενος σωρός ερειπίων, τυπικά μπενγιαμινικά, εμείς στρέφουμε το βλέμμα μας προς το παρελθόν, για να ξαναδούμε, μάλλον να ανασυστήσουμε, το παλαιό οικοδόμημα που τώρα γκρεμίζεται, το οικοδόμημα που χτίσαμε και μας έχτισε. Κοιτάμε κυρίως τους κρυφούς αρμούς του και τα υπόγεια θεμέλια, τις αθέατες όψεις, ό,τι διαπερνούσε υπόγεια τον κυρίαρχο λόγο και τον υπονόμευε ή τον μετατόπιζε. Κοιτάμε ό,τι γονιμοποιούσε το μέλλον, όχι μόνο ως αντίσταση στην επελαύνουσα βαρβαρότητα των ύστερων χρόνων, αλλά και ως τροχιοδεικτικά μιας ζωής με σύνεση και ελευθερία, μιας ένυλης ουτοπίας.
Η πρώτη έκθεση undergroung είχε απρόσμενα μεγάλη επιτυχία. Κανείς δεν περίμενε ότι η σημερινή μητροπολιτική Αθήνα θα διψούσε τόσο πολύ να μάθει τις αναζητήσεις και τα ξεχασμένα ίχνη των πρωτο-μπήτνικ και χίπστερ της σκληρής μετεμφυλιακής περιόδου, από το `50 ως το 1967, τα ροκ και χίππικα φανερώματα μες στη δικτατορία, τις παράξενες διαδρομές του σιτουασιονισμού, της αντιψυχιατρικής, της ψυχεδέλειας, των ριζοσπαστικών κόμικς, της αυτονομίας, μες στην τέχνη και τα περιθωριακά κινήματα της πρώτης μεταπολίτευσης.
Ώστε το αθηναϊκό αντεργκράουντ ωρίμασε, διευρύνθηκε, μεγάλωσε, έγινε μέινστριμ. Μέινστριμ; Όχι ακριβώς. Ποτέ εντελώς. Τα περιοδικά, οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι ιδέες και οι φόρμες του παράλληλου αυτού ρεύματος, του αδιαφοροποίητου και πολύμορφου, χρησιμοποιήθηκαν, εξετράπησαν, χρηματίστηκαν, λεηλατήθηκαν, `βεληλώθηκαν`, αλλά ποτέ δεν εξαντλήθηκαν και δεν υποτάχτηκαν ολοσχερώς. Πάντα κάτι διέφευγε, κι αυτό το κάτι, το αντιστασιακό και ανυπόταχτο, το αμφιβάλλον, ήταν η κρίσιμη μάζα από την οποία προέκυπτε μια επόμενη γενιά ανθρώπων, ιδεών, έργων κ.ο.κ. Το διαφεύγον, το διαλείπον, το καταραμένο απόθεμα. Αυτό το διαφεύγον και πάντα δραστικό απόθεμα το ονομάσαμε συμβατικά, για την οικονομία τούτης της συναγωγής, Αντικουλτούρα. Όχι με την έννοια των αμερικανικών και ευρωπαϊκών σίξτις, αλλά περισσότερο με την έννοια που πήρε η αντικουλτούρα μετά το `70, μετά τις διαψεύσεις του `68, μετά ακόμη και τα πρώτα κινήματα της αντι-παγκοσμιοποίησης. Η Αντικουλτούρα που περιέχεται σε αυτή την έκθεση-έρευνα, υπό αυτή την έννοια, κατοπτρίζει τις πνευματικές διεργασίες για το ξεπέρασμα του κόσμου του Νταβός από τον κόσμο του Πόρτο Αλλέγκρε, όπως το έχει θέσει ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν στο πρόσφατο παρελθόν, το παρελθόν που πραγματευόμαστε grosso modo.