`Luis Cenuda, γύρω στα 1940`:
Ένα φεγγάρι ξενιτειάς
απόμακρα ανδαλουσιανό
κι αυτός
κάτω από σεντεφένια λέπια
καρτερεί την σειρά του να τον προσέξουν να τον αποδεχθούν
να τον απορρίψουν
να τον ξαναδεχθούν
συνωμοσία έπαρσης και διακρίσεων.
Η νύχτα κατάστικτη από υπονοούμενα.
Με τ` αυτί εξασκημένο στις πιο λεπτές χροιές
υπαινίσσεται την εκλεπτυσμένη του ικανότητα
ν` αναγνωρίζει παρόμοιες ανάγκες·
το κάθε καρδιοχτύπι
μαγιά πόθου έρχεται
και ξανάρχεται.
Στην τσέπη του χαϊδεύει τις οδοντώσεις ενός κέρματος.
Ποιος θα πλειοδοτήσει στο στοίχημα της αμαρτίας κατά της αγνότητας;
Σέρνεται μες στις σιωπές των άλλων:
τώρα ένα θολό περίγραμμα που ο χρωματισμός του ξεδιαλύνει
όταν το πλησιάζεις, τώρα δίχρωμος σαν το κουστούμι του αρλεκίνου,
μια φωτεινή και σκοτεινή παντομίμα.
Οι σκιές εξακολουθούν να τον γυροφέρνουν
σαν ψάρια γύρω από ναυάγιο.
Βλέπει την ζωή σ` ομόκεντρους κύκλους να λιγοστεύει αμφιθεατρικά.
Σηκώνεται
αφήνοντας στο παγκάκι του πάρκου μπάλωμα την ζεστασιά του.
(Ν. Γ. Δ.)