`Όποιος γεννιέται άνθρωπος σαν άνθρωπος οφείλει να ελπίζει`, τονίζει ο μάντης Κάλχας στον Τεύκρο, καθώς του εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο Αίας διώκεται από τη θεά της σοφίας. Μπορεί η προφάνεια αυτής της φράσης να αντλεί το κύρος της από τα θεσμικά κατοχυρωμένα χείλη που την προφέρουν, αλλά οι αρμοί της θα τρίζουν ακατάπαυτα, ώσπου ο Χορός, αποχωρώντας από τον τόπο της τραγωδίας, να της δώσει το τελικό χτύπημα: `Ζούμε και βλέπουμε πολλά, κι όλο κάτι μαθαίνουμε. Όμως το μέλλον και η μοίρα καθενός: νύχτα βαθιά. Σαν τους τυφλούς μες στο σκοτάδι πάμε`.
Η επισήμανση του Κάλχαντα συντρίβεται στον πυθμένα της ταυτολογίας: ο άνθρωπος σαν άνθρωπος οφείλει να ελπίζει· αλλά τι είναι άνθρωπος; Αυτό το ζώο που, σύμφωνα με μια φήμη, τείνει διαρκώς προς τα επάνω και σύμφωνα με μιαν άλλη είναι μέτρο κάθε αξίας, δεν χρειάζεται να γνωρίζει τι είναι, πριν οριοθετήσει την ανθρωπιά των ελπίδων του; Επείγει η χάραξη ενός ολοκληρωμένου φιλοσοφικού σχεδίου, θα υπονοήσουν έμπρακτα ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Και θα προσπαθήσουν να προσδιορίσουν την ανθρωπιά του ανθρώπου: θα ερευνήσουν συστηματικά τη φύση και τις λειτουργίες της Πόλης! Έκτοτε η ταυτότητα του υποκειμένου δεν θα είναι παρά ένα πρόσχημα για τη σταθερότητα της κοινότητας.
Η ελεύθερη βούληση, προϋπόθεση της ηθικής, θα υποχωρήσει μπροστά στην ηθικότητα. Εμείς, τα παραδείγματα του περίφημου νεωτερικού υποκειμένου, μακρινοί αποδέκτες του πρωταγόρειου ατομοκεντρισμού, θα ταραχτούμε από την ψυχρότητα με την οποία οι μεγάλοι φιλόσοφοι αντιμετώπισαν το άτομο, αλλά θα καταφύγουμε στα δεδομένα εκείνης της εποχής για να τους δικαιολογήσουμε. Άδικος κόπος. Ο Σοφοκλής, μπροστά στη νεωτερικότητα του Πρωταγόρα, έχει ήδη καταφύγει στα δεδομένα του αρχαϊκού παρελθόντος, προκειμένου να δικαιολογήσει τον φιλοσοφικό σκεπτικισμό του. Το παρελθόν δεν είναι ποτέ αρκετά παρελθόν, ώστε να δικαιολογήσει απρόσκοπτα τις τυφλές εφόδους μας στο σκοτάδι του μέλλοντος. Κι έτσι ο άνθρωπος μοιάζει περισσότερο με ένα μοναχικό ον που, ενώ δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, επιμένει να θέλει ό,τι δεν μπορεί να κάνει. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]