Τα άδεια Ξενοδοχεία έχουν τους δικούς τους τακτικούς πελάτες. Λίγους αλλά τακτικούς. Είναι εκείνοι που φτιάχνουν τις βαλίτσες τους, όταν άλλοι αγοράζουν σάκες και χάρακες. Εκείνοι που κλειδώνουν το σπίτι πίσω τους, όταν οι άλλοι το τακτοποιούν. Είναι κι εκείνοι που δεν έχουν βαλίτσες, ούτε και σπίτι, είναι φυγάδες κάθε λογής. Είναι βέβαια και οι συγγραφείς που τους καταδιώκουν. Αυτοί τους κατασκοπεύουν διακριτικά στην άδεια σάλα του πρωινού και μετρούν τα βήματά τους στους έρημους διαδρόμους των ορόφων. Δεν έχουν εποχή τα άδεια ξενοδοχεία, δεν είναι μόνο οι δουλειές, τα σχολεία και οι νεκρές περίοδοι που τα αδειάζουν. Αρκεί μια θεομηνία, μια κρίση και τα ξενοδοχεία νεκρώνουν. Τότε, μετά τη βοή και τη ζέστη που φέρνουν τα πλήθη, επικρατεί ψύχος και σιγή, σαν τις λευκές σελίδες του βιβλίου που δεν είχε λόγο να γραφτεί. Δεν πάνε όλοι σκόπιμα στα άδεια ξενοδοχεία. Συχνά φταίει κάποιο καπρίτσιο της τύχης. Κάποιους τους στέλνει η ανάγκη, ένα χρέος, η υπηρεσία. Και κάποιοι, οι ελάχιστοι, τα επιλέγουν. Προτιμούν να ταξιδεύουν σ` έναν τόπο όταν ο κόσμος κοιτάει σαγηνευμένος αλλού, ή αποστρέφει με βδελυγμία το βλέμμα. Γι` αυτούς τα άδεια ξενοδοχεία είναι το φωτεινό, το αξιομνημόνευτο κομμάτι της ζωής.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]