Η πρόβλεψη μελλοντικών βίαιων πράξεων από ψυχικά ασθενείς ή άτομα με διαταραχές προσωπικότητας είναι εξαιρετικά δύσκολη, κάτι που είναι γνωστό εδώ και 20 χρόνια τουλάχιστον. Ένα λόγο γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι, παρά την κοινά αποδεκτή, αλλά λανθασμένη άποψη, η ψυχική ασθένεια δεν είναι άμεσα ή σαφώς συνδεδεμένη με τη βίαιη συμπεριφορά, όπως έχουν άλλωστε καταδείξει αρκετοί ερευνητές.
Στη χώρα μας, η εκτίμηση της επικινδυνότητας προσδιορίζεται με βάση κλινικά κριτήρια και τη χρήση γενικών και μη ειδικών ερωτηματολογίων, που οδηγούν σε ψυχιατρικές εκθέσεις δύσκολα κατανοητές από μη επαγγελματίες ψυχικής υγείας εμπλεκόμενους σε θέματα επικινδυνότητας, όπως π.χ. νομικούς, αστυνομικούς κ.ά. Παρακολουθώντας κάποιες φορές τους ειδικούς ψυχικής υγείας να καταθέτουν στο δικαστήριο αναρωτιέται κανείς γιατί οι θεραπευτές δεν επωφελούνται από τη γνώση που τόσο απλόχερα τους προσφέρεται. Επιπλέον, μιλώντας με ερευνητές γίνεται εξίσου φανερό το γεγονός ότι διαθέτουν ελάχιστη γνώση σχετικά με τις κλινικές περιπλοκές και τις πρακτικές δυσκολίες που παρουσιάζονται στην αξιολόγηση της επικινδυνότητας.
Το εγχειρίδιο για την κλίμακα HCR-20 αποτελεί έναν οδηγό εκτίμησης της επικινδυνότητας και όχι ένα απόλυτο ψυχομετρικό εργαλείο. Επιχειρεί να θέσει τις βάσεις για την ολοκληρωμένη εκτίμηση της επικινδυνότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις χρονικές πιέσεις και άλλα πρακτικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι θεραπευτές στις ψυχιατρικές, ψυχιατροδικαστικές και σωφρονιστικές υπηρεσίες. Η κλίμακα HCR-20 μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία σχεδίων αντιμετώπισης μελλοντικής βίαιης συμπεριφοράς και να αποτελέσει ένα πολύτιμο στοιχείο στην κατάρτιση του ατομικού θεραπευτικού προγράμματος για κάθε ασθενή.
Ευελπιστούμε να αποτελέσει ένα έναυσμα που θα βοηθήσει την προώθηση των συζητήσεων μεταξύ των συναδέλφων στις σωφρονιστικές, ψυχιατροδικαστικές, και γενικές ψυχιατρικές μονάδες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]