Υπάρχουν στη ζωή πληγές που μέσα στο σκοτάδι κατατρώγουν αργά, σαν τη λέπρα, την ψυχή. Αυτά τα βάσανα δεν μπορείς να τα μοιραστείς με κανέναν. Γιατί οι άλλοι δεν πιστεύουν σε τέτοια πάθη ή τα θεωρούν παραξενιά. Κι όταν κάποιος τα περιγράφει ή μιλάει γι` αυτά, προσπαθούν να προσπεράσουν αυτή την εξιστόρηση με ένα χαμόγελο αμφιβολίας και χλευασμού, επειδή αυτό επιβάλλουν οι επικρατούσες απόψεις ή οι δικές τους πεποιθήσεις. Γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν βρει ακόμη φάρμακο γι` αυτά τα βάσανα. Το μόνο γιατρικό σ` αυτές τις περιπτώσεις είναι να ψάχνεις τη λησμονιά στο κρασί και στον τεχνητό ύπνο που προσφέρει το όπιο ή άλλα ναρκωτικά. Δυστυχώς όμως η επίδραση αυτών των γιατρικών είναι σύντομη. Αντί να ηρεμήσουν, οι πόνοι γυρνούν και πάλι ύστερα από λίγο, ακόμα σφοδρότεροι. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]