Η διαλεκτική του Hegel αντιπροσωπεύει μια στιγμή του ολοκληρωτικού μύθου. Είναι μια διαλεκτική βασισμένη στην ταυτότητα του λογικού και πραγματικού, μια αρχή πού υποστηρίζει την κατάφαση των δυνάμεων που υπάρχουν (ο Hegel υποστήριζε, όπως είναι γνωστό, τις πρωσικές αντιδραστικές δυνάμεις), και τείνει στην ιδέα απόλυτου, πού το αντίστοιχό του στην πολιτική είναι το απόλυτο κράτος. Η εγελιανή διαλεκτική αποτελεί ένα μοντέλο σκέψης πού οι ρίζες του μπορούν να βρεθούν στο μύθο της λύτρωσης, πού σχηματίζει τη σταθερή βάση σ` όλες τις μεγάλες θρησκείες. Έτσι η διαλεκτική του Hegel περιγράφει το κοσμικό process σαν πρωταρχική ενότητα, πού κατακερματίζεται και διασπάται σε μια πολλαπλότητα και τελικά αποκαθίσταται πάλι σε μια ανώτερη ενότητα. Το μοτίβο αυτό έκστασης και κάθαρσης, πτώσης και λύτρωσης, εξηγεί πώς ο κόσμος πέφτει από μια πρωταρχική ενό-τητα και αναπτύσσεται μέσα στις εποχές της παγκόσμιας ιστορίας προς το απόλυτο. Τέτοιες θεωρήσεις είναι συγγενικές με την θρησκευτική παράσταση της πρωταρχικής θεϊκής αιτίας από την οποία ξεπηδάει ο πλουραλιστικός κόσμος, με τη θρησκευτική επίσης πίστη της πτώσης των ψυχών μέσα στην ύλη και την τελική ενοποίηση και συμφιλίωση του κόσμου με την πρωταρχική θεϊκή του αιτία. Ιδιαίτερα φανερή είναι αυτή η συγγένεια στην έννοια της `αλλοτρίωσης` και `εξωτερίκευσης`, όπως αυτή παρουσιάζεται στη `Φαινομενολογία του Πνεύματος`: Το απόλυτο πρέπει να περάσει σε κάτι άλλο προς αυτό, να αλλοτριωθεί στην άρνησή του και με το ξεπέρασμα αυτής της αλλοτρίωσης να πετύχει την αληθινή ενότητα με τον εαυτό του και το πλήρωμά του. Πρόκειται για μια `κενή φόρμουλα`, πού μπορεί να δεχτεί οποιοδήποτε περιεχόμενο θέλει κανείς.`