`... εκεί στο πέταλο είμαστε 17000 όλοι μέλη των Ερυθρόμαυρων Ταξιαρχιών όμως αυτοί που ακολουθούν όλους τους εκτός έδρας αγώνες δεν είναι πάνω από καμιά χιλιάδα 1500 στην καλύτερη περίπτωση κι είναι εκείνοι που σου δίνουν τη χαρά να ζεις κάτι που υπερβαίνει τη Μίλαν επειδή εκεί γαμώτο υπάρχουν στιγμές που ζεις πράγματα τα οποία σε κάνουν να ξεχνάς τη Μίλαν εκεί κινδυνεύεις να σε σακατέψουν κινδυνεύεις να πας φυλακή διακινδυνεύεις τα πάντα κι εκείνη τη στιγμή η Μίλαν είναι το τελευταίο πράγμα που σκέφτεσαι εσύ εκείνη τη στιγμή είσαι με τους φίλους σου την ομάδα σου είσαι κάτι το συλλογικό` ... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Δεν συνηθίζεται ένας κοινωνιολόγος να παρουσιάζει το έργο ενός συγγραφέα. Ο πρώτος βρίσκεται στα νερά του όταν περιγράφει ή προσπαθεί να κατανοήσει τις καθημερινές κοινοτοπίες, ενώ ο δεύτερος, όπως έγραψε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ενδιαφέρεται να εξαγάγει από τον κόσμο ένα είδος επικής αφήγησης. Εντούτοις, δέχτηκα με χαρά να παρουσιάσω αυτή την επανέκδοση του μυθιστορήματος του Νάνι Μπαλεστρίνι για τους ούλτρας της Μίλαν, για κάποιους λόγους που μου φαίνονται καλοί.
Ο πρώτος είναι ότι είμαι οπαδός του ποδοσφαίρου και της Μίλαν. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα όταν προσηλώνεσαι σε μια ομάδα (αυτό είναι ο οπαδισμός, μια μορφή εμμονής που μας καταλαμβάνει από μικρούς), είναι σχεδόν αδύνατο να αλλαξοπιστήσεις. Μην εμπιστεύεστε ποτέ τους αποστάτες και τους μετανιωμένους, τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στη σοβαρή ζωή. Ίσως η εμμονή αυτή να υποχωρήσει ή να γίνει ασυνεχής, αλλά πώς μπορείς να αλλάξεις φανέλα όταν για πενήντα χρόνια σε συναρπάζουν οι άθλοι του Λίντχολμ και του Ριβέρα, του Αλταφίνι και του Πιερίνο Πράτι, για να φτάσουμε, περνώντας από πολλούς τίμιους εργαζόμενους της μπάλας ή ξεχασμένους ήρωες, στον Μαλντίνι και τον Σεβτσένκο; Όταν τα ίδια χρώματα δοξάστηκαν από τόσο διαφορετικές αντιλήψεις όπως το κατενάτσιο του Νέρεο Ρόκο ή ο φανατισμός για την ταχύτητα του Αρίγκο Σάκι; Όμως το πάθος για μια ομάδα, και μόνο για εκείνη, δεν περιορίζεται στο ποδόσφαιρο σαν παιχνίδι ή σαν σπορ. Ο οπαδισμός, που τρέφεται με παιξίματα, ματς, ντέρμπι, σχήματα, τακτικές, τελικούς πρωταθλήματος και κυπέλλων, για τους οπαδούς σχετίζεται περισσότερο με τη δημιουργία μιας δεύτερης βιογραφίας που επιζεί πεισματικά δίπλα στη σοβαρή. Είναι ένας τρόπος για να καλλιεργήσει ή να συντηρήσει κανείς αυτό που δεν είναι πια, να παραμείνει πεισματικά προσκολλημένος στην εφηβική του ηλικία, όταν η Κυριακή ήταν μια ευκαιρία για γιορτή, διασκέδαση, πάθος, πίστη και περιπέτεια. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]