Είναι εποχή για να λέμε λίγα.
Με τα πολλά μπερδευόμαστε, μεγαλώνει η υπαρξιακή αγωνία, πληθαίνουν τα αδιέξοδα. Σ` αυτή τη σειρά των μικρών διηγημάτων ένιωσα πως λειτουργώ σαν delivery boy. Είμαι πιτσιρικάς που τρέχει μ` ένα σαραβαλιασμένο μηχανάκι νυχτιάτικα να παραδώσει μικρές ιστορίες, κοτομπουκιές, σουβλάκια - πίτες, σαλάτες λογοτεχνίας σε πεινασμένους πελάτες, απ` τη μια άκρη της πόλης στην άλλη. Με παρακολουθούν ο πατέρας κι η μάνα που δεν έχω, οι φίλοι μου κι άλλοι πολλοί που `χω συναντήσει στη σύντομη ζωή μου.
Μερικοί πελάτες θα χαρούν, άλλοι θα γκρινιάξουν, μερικοί θα μου δώσουν ακριβώς το αντίτιμο, άλλοι ένα μικρό φιλοδώρημα. Το μενού έχει επίσης ένα αλτσχάιμερ σε παπούτσι, μια λαμπρή ψεματάρα, μια μπάλα σε πα-γκάκι, έναν συντηρητή εικόνων, έναν ταγματάρχη του Εμφυλίου, έναν Τολστόι κατακέφαλα, δυο χοντρούς, τον ταχυδρόμο του Συρράκου, Ελβετούς που δεν πολέμησαν ποτέ τους, τον Ρικάρντο που θύμωσε κι έφυγε, έναν όλμο μέσα σε τσίπουρο, μαχητικά στη μύτη του Όρους, γόβες με νόημα, τη Φλώρα των αστικών, τα παιδιά της διασκέδασης, διάφορες άλλες ιστορίες και καλή σας όρεξη...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]