De arte amandi
α`
µε τα µάτια κλειστά µα κι ανύπνωτα
την κλεψύδρα θα κλέψω του τίποτα
για να δω των ωρών τη σποδό
στ’ άδυτά σου να στάζει
τα χείλη
θα `ναι νύχτα αλλά εγώ θ’ αγνοώ
της φωνής σου αν θα βρω το νερό µέσα εκεί
ή και άλλα πιο ανείπωτα µια λιτή
ανοξείδωτη αφή ένα σώµα βαθύ
του παλιού παραδείσου
την ύλη
[De arte amandi, σ. 41]