Το βιβλίο έχει τίτλο «City». Αντιλαμβάνομαι ότι, μετά το «Μετάξι», θα ήταν καλύτερα να έβρισκα κάτι που να ηχεί λίγο διαφορετικά. Αυτό το βιβλίο, όμως, είναι χτισμένο σαν μια πόλη, σαν την ιδέα μιας πόλης. Ήθελα ο τίτλος να το λέει αυτό. Τώρα το λέει. Οι ιστορίες είναι γειτονιές, τα πρόσωπα είναι δρόμοι. Τα υπόλοιπα είναι χρόνος που κυλά, επιθυμία για περιπλάνηση κι ανάγκη για παρατήρηση. Ταξίδεψα για τρία χρόνια εκεί, στο City. Ο αναγνώστης, αν θελήσει, μπορεί να ακολουθήσει τα χνάρια μου. Είναι το ωραίο και το δύσκολο με όλα τα βιβλία: γίνεται να ταξιδέψεις στο ταξίδι ενός άλλου; Θέλω επίσης να πω ότι είναι το πρώτο μου βιβλίο που, ένα τμήμα του τουλάχιστον, διαδραματίζεται στις μέρες μας. Υπάρχουν αυτοκίνητα, τηλέφωνα, μέχρι και τηλεόραση. Δεν υπάρχουν υπολογιστές, μα μια μέρα θα φτάσω κι εκεί. Στο μεταξύ ξεκουράστηκα λίγο από την προσπάθεια σχεδιάζοντας ένα ζευγάρι συνοικίες, στο City, που γλιστρούν πίσω στο χρόνο. Στη μια εκτυλίσσεται μια ιστορία μποξ, στις μέρες του ραδιοφώνου. Στην άλλη ένα γουέστερν. Είναι πολύ διασκεδαστικό κι επίσης πολύ δύσκολο. Όλη την ώρα αναρωτιέσαι πώς διάολο θα καταφέρεις να γράψεις το πιστολίδι στο φινάλε. Όσο για τα πρόσωπα -για τους δρόμους- έχει λίγο απ` όλα. Είναι ένας γίγαντας, ένας μουγκός, ένας κουρέας που κάθε Πέμπτη κόβει τα μαλλιά δωρεάν, ένας στρατηγός, πολλοί καθηγητές, άνθρωποι που παίζουν μπάλα, ένα μελαχρινό παιδάκι που όποτε σουτάρει βάζει πάντα καλάθι. Τέτοιοι άνθρωποι. Είναι ένα αγοράκι που το λένε Γκουλντ και μια κοπέλα που τη λένε Σάτσι Σελ (καμιά σχέση με τα πετρέλαια). Θα μου λείψουν.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]