Το σκοτάδι είναι πηχτό σαν πάτος κατσαρόλας με καμένο φαγητό. Τ` αστέρια κεντούν τον ουρανό κουτσομπολεύοντας τα σούρτα - φέρτα της σελήνης, και τα δίποδα πλάσματα που βρομίζουν τον πλανήτη τον βρομίζουν λίγο λιγότερο, γιατί τα περισσότερα κοιμούνται. Πέφτει το σκοτάδι σαν ψιλό αλάτι σε ανοιχτές πληγές, και οι άνθρωποι ξερνούν τις καταχωνιασμένες έγνοιες και τις απιθώνουν στην ποδιά της νύχτας. Τότε η όχι καλή πριγκίπισσα ψάχνει ξεσκονόπανα γι` αστρόσκονη, η κακιά η ώρα γυρεύει ένα πιάτο ζωή, άνθρωποι μεταμορφώνονται σε πλαστικά φυτά, συγγραφείς σκοτώνουν λέξεις, φωτοτυπικά σκαρώνουν σκανταλιές, παλικάρια ξεπλέκουν το πουλόβερ της ζωής τους και γλυκοφίλητα βασιλόπουλα προσπαθούν να ξεφύγουν από ερευνήτριες ρύπανσης. Όταν ο κόσμος ήταν ακόμα νινί, με τα φωνακλάδικα ηφαίστειά του και τα κακομαθημένα πείσματα των σεισμών του, τότε που οι ήπειροι δεν είχαν ακόμα βρει θέση να βολευτούν, οι νεράιδες χώνονταν κάτω απ` το σεντόνι της πραγματικότητας, το έκαναν μπόγο και το κατάπιναν - έπιναν και μια γκαζόζα, γιατί πολλές φορές η πραγματικότητα είναι σκληρή και δε χωνεύεται εύκολα. Στο χέρι σου κρατάς ένα βιβλίο που δε χωράει στις τακτοποιημένες κατηγορίες `μυθιστόρημα`, `διήγημα`, `παραμύθι`, `νουβέλα`. Είναι λίγο απ` όλα. Ανάμεσα στο τικ και στο τακ του ρολογιού, στα κουτάκια της ύπαρξής μας, εκεί που φωλιάζουν οι φόβοι και λαγοκοιμούνται οι επιθυμίες, ο Λύο Καλοβυρνάς πιάνει το νήμα μυθοπλασίας και καθημερινότητας για να πει είκοσι και μία ιστορίες που θα θέλαμε να ζήσουμε, ιστορίες γι` ανθρώπους που αναποδογυρίζουν τη ζωή ώστε να δουν τι γράφει στην ανάποδη πλευρά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]