Το έργο του MacIntyre εγγράφεται στην ευρύτερη συζήτηση γύρω από το Διαφωτιστικό Πρόγραμμα, η οποία αφορά στο περιεχόμενο, την ερμηνεία και τις προοπτικές της Νεωτερικότητας. Στο τελικό διαζύγιο με την κλασική παράδοση εντοπίζει ο MacIntyre τον πλέον αποφασιστικό παράγοντα αποτυχίας του Προγράμματος του 18ου αιώνα, υποστηρίζοντας ότι η αποποίηση της αριστοτελικής παράδοσης στους Νέους Χρόνους άγει, σε πρώτη φάση, στη διατύπωση των νεωτερικών ηθικών θεωριών και, σε δεύτερη, στο ναυάγιο της Νεωτερικότητας που διέγνωσε ο Nietzsche. Ο μεταδιαφωτιστικός φιλελεύθερος πολιτισμός εκτρέπεται σε `συγκινησιοκρατία` σε επίπεδο θεωρίας και σε `γραφειοκρατία` σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικής πρακτικής.
Ο MacIntyre εισηγείται την ανασύσταση της τελεολογίας στην ηθική, μέσω μιας στροφής στις πρακτικές και στις παραδόσεις της κοινότητας, προκειμένου ο ανθρώπινος βίος, αντιληπτός ως αφηγηματική ενότητα, να προσλάβει νόημα και περιεχόμενο. Η ανθρώπινη ύπαρξη προσανατολίζεται πρωτογενώς προς ορισμένο ιδεώδες ζωής, μια ουσιαστική θεώρηση του ευ ζην. Πώς, όμως, μπορεί να συμπλεύσει το αίτημα ανόρθωσης της αριστοτελικής ηθικής τελεολογίας με τις μορφές αυτοσυνειδησίας του μεταδιαφωτιστικού κόσμου; Ποια πολιτική μορφή δύναται να εκφράσει την ηθική κοινότητα των πολιτών; Μπορούν οι μικρές τοπικής εμβέλειας κοινότητες να αποτελέσουν επαρκές αντίβαρο στις συνθήκες της ύστερης Νεωτερικότητας; Εν τέλει πόσο πειστικό είναι το αίτημα εγκατάλειψης του Διαφωτιστικού Προγράμματος; Με άξονα ερωτήματα αυτής της μορφής, το ανά χείρας βιβλίο επιχειρεί μια ανασυγκρότηση της κριτικής του MacIntyre στη Νεωτερικότητα, με στόχο να αναδειχθούν τα κομβικά σημεία αυτής της κριτικής, αλλά και τα όριά της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]