Ο Αντονιόνι πήγαινε με το αμάξι του. Στα μποτιλιαρίσματα σταματούσε. Έβγαινε, ανάσαινε, όπως στο «81/2» του Φελίνι. Λεπτός, νευρωτικός, δύσκολα μιλούσε, σαν ένα υπολανθάνον άσθμα ή ένα αδιόρατο τραύλισμα να προηγούνταν πάντα σ’ αυτό που ήθελε να πει - κάνοντας έτσι πιο σημαντικό ό,τι έλεγε, γιατί έβγαινε με δυσκολία. Μια τυραννισμένη ύπαρξη. Παρέα του εκείνη την εποχή ήταν η Κλερ, τωρινή του Μπερτολούτσι, που του μικρού αδελφού της το σενάριο προτίμησε τελικά ο Αντονιόνι για την επόμενη, τότε, ταινία του («Επάγγελμα ρεπόρτερ»). (. . .) Στο πεζοδρόμιο, έξω, ενώ εισπράττω τα άγρια βλέμματα του σκηνοθέτη για την «απαγωγή», βρισκόμαστε, η Σιμόν κι εγώ, έχοντας ανάμεσά μας τον Σαρτρ, ναι, τον ίδιο, βαδίζοντας σαν μια θρεμμένη πάπια, που δύσκολα ισορροπεί πάνω στην πλατυποδία της. Αυτή η δυσκολία του βηματισμού, το κάθε βήμα να ψάχνεται πάνω στο πλακόστρωτο πριν πατήσει, σε κάνει αμέσως να αισθάνεσαι σαν μπαλάντζα: «Θα πάμε σ’ ένα ήσυχο καφενεδάκι στη γωνιά», λέει, καθώς προχωράμε. Ήταν ακριβώς η ίδια φράση που μου είχε πει ψιθυριστά η Σιμόν ντε Μποβουάρ, όταν μας τον παρέδωσε, πριν από λίγο, έτσι που, αν ήταν σε μοντάζ ταινίας, ο θεατής θα νόμιζε πως με την ίδια φράση «δένονται» δυο διαφορετικές σκηνές. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]