Πόσο αντέχει κάποιος να στέρξει ενδόμυχα τα ισχυρότερα πιστεύω του, όσο κι αν οι άλλοι θέλουν να τον αλλάξουν σύμφωνα με τα δικά τους; Ένας τρόπος, η άρνηση να βιώσει μια επιβαλλόμενη ζωή αντιπαραθέτοντας κομμάτια από τη δική του, έστω κι αν κάποια είναι φανταστικά, για να επιβιώσει. Αναπτύσσει κι άλλες αρσενικές παρουσίες για ν` αντιμετωπίσει τους λευκοφορεμένους θεράποντες, οι οποίοι θα εποπτεύουν έως ότου παρ` ελπίδα εμφανιστεί αυτός που ψάχνει μια ζωή. Όμως, μήπως είναι κι εκείνος ένα αποκύημα ή είναι όντως αληθινός; Πόσο ειλικρινής μπορείς να αντικατοπτρίζεσαι κάθε στιγμή που κοιτάς στον καθρέφτη του ταλανισμένου εαυτού σου; (. . .) Το μυθιστόρημα αυτό είναι το δεύτερο μέρος της διλογίας: «ΤΡΕΙΣ ΛΕΥΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ», «. . .και κάτι πολύ προσωπικό».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]