Ήταν καιρός τώρα που με παίδευε μια εσωτερική ανάγκη να γράψω για τους ψυχικά αρρώστους, τις περιπέτειες και τις συμφορές, που αυτοί έζησαν εδώ, στην Ελλάδα, από το 1832, που δημιουργήθηκε το νεώτερο ελληνικό κράτος, ως τις μέρες μας. Ειδικά, από τότε που περάσαμε το 2000, αυτή η εσωτερική πίεση έγινε αφόρητη. Πίστευα πως ήταν απαράδεκτο να αλλάζουμε αιώνα αλλά και χιλιετία, να προχωρούμε μπροστά και να μην έχουμε, επιτέλους, καθαρίσει από τα βαρίδια της ιστορίας μας. Αναλογιζόμουν ότι δεν είναι δυνατό, εμείς, οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, να μην έχουμε ακόμα μελετήσει επαρκώς και αποδώσει στην ιστορική συνείδηση, τουλάχιστον του σιναφιού μας, τη βασανιστική πορεία των Ελλήνων ψυχικά αρρώστων μέσα στο χρόνο. Μια πορεία βασάνων, ταπείνωσης και εξαθλίωσης όχι μόνο εξ αιτίας ασθενειών, που προοδευτικά τους απαξίωναν, αλλά και εξ αιτίας της εξευτελιστικής μεταχείρισης, που έτυχαν από ένα φτωχό και κοινωνικά ανάλγητο κράτος, της επίφοβης και ακατανόητης διαφοράς τους από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα, που με αυτό τον τρόπο οδηγήθηκε σε απαράδεκτες συμπεριφορές εξοστρακισμού, όπως επίσης και εξ αιτίας πράξεων ή παραλείψεων εκ μέρους, ελαχίστων είναι η αλήθεια, λειτουργών της υγείας. Η εικόνα αυτής της πορείας, παρά τις ολιγάριθμες προσπάθειες μελέτης της, που έχουν γίνει κατά καιρούς, είναι ακόμα θολή, ασαφής και ακατανόητη με αποτέλεσμα να μην αποτελεί ισότιμο τμήμα της συνολικής αντίληψης που έχουμε για την ελληνική ψυχιατρική. Αισθανόμουν, λοιπόν, πως έπρεπε, πως έχουμε χρέος να διηγηθούμε αυτές τις ανθρώπινες κακοτυχίες, να προσπαθήσουμε να υποδείξουμε τις αιτίες και τις αφορμές εκείνων των συμπεριφορών που συνέλαβαν στην δημιουργία τους και ακολούθως αποκαθαρμένοι αλλά και σοφότεροι να προχωρήσουμε μπροστά στον καινούργιο αιώνα και στην καινούργια χιλιετία. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]