Εγώ, ο Τέρι, ο Πίτερ και ο Πίγκι βγήκαμε τελευταίοι από το πούλμαν. Είχαμε περάσει μια υπέροχη σχολική εκδρομή χωρίς να τσακωθούμε καθόλου. Περνώντας μπροστά από το κάθισμα του Ντάνιελ, πρόσεξα πως είχε αφήσει το αδιάβροχό του. Η μαμά μας περίμενε στο πάρκινγκ. Όλος ο χώρος έλαμπε από την ομορφιά της. Πήγα τρέχοντας κοντά της. «Που είναι ο Ντάνιελ;» μου είπε. Τα μάτια της προσπαθούσαν να τρυπήσουν το αδιάβροχο, σαν να είχε κρυφτεί μέσα του ο μικρός αδελφός μου, πέταξαν πάνω από το κεφάλι μου, διαπέρασαν το άδειο πούλμαν. «Δεν είναι μαζί σου;» ρώτησα. Και τότε έγιναν ταυτόχρονα δυο πράγματα. . . Το πρόσωπο της μαμάς σκοτείνιασε, κι εγώ κατάλαβα τι εννοούν οι μεγάλοι όταν λένε πως μάτωσε η καρδιά τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]