Η συστηματική μελέτη της εκκλησιαστικής μαρμαρογλυπτικής και κυρίως των μαρμάρινων τέμπλων στις Κυκλάδες άρχισε το 1990 περίπου από μια ομάδα εργασίας, στην οποία εκτός από τους συγγραφείς συμμετείχε ο καθηγητής Γιώργος Λάββας και μαζί νέοι αρχιτέκτονες, απόφοιτοι του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ. Η έρευνα αυτή, που χρηματοδοτήθηκε από διάφορους φορείς, προχώρησε στον εντοπισμό ομάδων, εργαστηρίων μαρμαρογλυπτικής και καλλιτεχνών που μας οδήγησε στις αρχές της νεοελληνικής γλυπτικής κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Κύριος στόχος μας ήταν η αντιμετώπιση του υλικού μορφολογικά, στιλιστικά και κατασκευαστικά, η κατάταξη και ομαδοποίησή του με βάση ομοιότητες σε διάφορα επίπεδα και η προσπάθεια ανίχνευσης της δημιουργίας αυτών των έργων: ποιοι είναι οι δημιουργοί τους, ποια είναι τα πρότυπά τους, ποιοι παράγοντες τα επηρεάζουν, πώς εξελίσσονται. Από νωρίς φάνηκε ότι, ενώ για τη νεοελληνική γλυπτική του 19ου αι. η Τήνος είναι το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής, όσο ερευνούσαμε προς τα πίσω την εκκλησιαστική μαρμαρογλυπτική, η Χίος φαινόταν να παίζει σημαντικότατο ρόλο, ιδίως στον 18ο αι. Σπουδαία στοιχεία στην κατεύθυνση αυτή μας έδωσε η έρευνα και η μελέτη των τέμπλων της Άνδρου, όπου επιγραφές, χρονολογίες, έγγραφα έδωσαν σταθερά σημεία αναφοράς για χιώτικα έργα σε άλλα νησιά και περιοχές. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]