«Στραμμένος συνέχεια προς το σκοτάδι της νύχτας. Ξαφνικά με κάλεσε ή μητέρα μου. Έπρεπε να ταξιδέψω νύχτα. Τρομαγμένος ταξίδεψα ένα μεγάλο ταξίδι μέσα στη νύχτα υποφέροντας. Ερεθισμένος να συναντήσω τη μητέρα μου. Από παιδί είχα να την δω. Με σιχασιά αδιάφορος για τις συμφορές της που την ρήμαζαν όλα αυτά τα χρόνια. Με γλοιώδεις προξενητές με ειδοποιούσε. Τον τελευταίο καιρό ένας θυμός με κρατούσε σε τρομερή διέγερση. Η ψυχή του ανθρώπου στο τέλος ξεκαθαρίζει τί είναι και τί ήταν από την αρχή ένας εκ γενετής θυμός. Ο θυμός είχε προκαλέσει αυτή την αβάσταχτη ψυχική ένταση. Οριστικά με καταδίκασε σε αϋπνία. Ύπνος δεν υπάρχει πια για μένα. Κατά την αϋπνία της νύχτας φθάνεις στο τελευταίο σύνορο του χρόνου. Το τέλος του χρόνου υπάρχει μονάχα τη νύχτα. Εκεί το αγγίζεις και τότε σε πιάνει μια λυπημένη μανία. Αυτή η ψυχική μου ένταση πετύχαινε μια προσωρινή ανακούφιση χάρη στα θλιβερά έργα μιας πρόχειρης εκδικητικότητας. Ερασιτεχνική εκδικητικότητα. Αυτός ο θυμός κι η εκδικητικότητα είναι ολικές και αναίτιες εμπάθειες. Ποτέ κανένα συγκεκριμένο γεγονός της ζωής μου ποτέ δεν θα τις εδικαιολογούσε. Γιατί η μορφή που πήρε η ζωή μου από μια σκοτεινή εύνοια είναι από τις πιο ευλογημένες κι ωφελημένες. Δεν παρέλειπα να εκδικούμαι. Χωρίς κίνητρο καμμιά συγκίνηση. Ο θυμός εμπνέει μιαν επιτηδευμένη καχυποψία και σε κάνει να αποδέχεσαι σχεδόν με ευφορία αποδέχεσαι και την ελάχιστη πρόκληση. Η πρόκληση από την μητέρα μου ήταν η πιο μηδαμινή ίσως. Καμμιά αγάπη κι αντιπάθεια δεν μας ένωσε. Η βαθειά αίσθηση της υπερβολικής αδικίας της ζωής μου με είχε κάνει δίκαιο. Ήξερα πως κανέναν δεν μπορούσα να κατηγορήσω. Τίποτα στον κόσμο ολόκληρο δεν ευθύνεται για το τι είμαι». [...]