Το καινούργιο και ριζοσπαστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει εξ αρχής τη θεολογία και την πράξη της χριστιανικής Εκκλησίας είναι η υπέρβαση της κάθε μορφής διασπάσεων (φύλου, φυλής, έθνους, κοινωνικής τάξης). Ο χριστιανισμός, σε αντίθεση με τις ιδέες και τις πρακτικές της ανδροκρατικής εποχής του, ανατίμησε τη θέση της γυναίκας, ενώ κορυφαίοι εκπρόσωποί του δεν δίστασαν να καταγγείλουν τους άδικους εις βάρος της νόμους. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου ο άνθρωπος αξιώθηκε να γεννήσει εντός της ιστορίας τον Υιό και Λόγο του Θεού, ενώ η ύπαρξη του αρχαίου θεσμού των Διακονισσών μαρτυρεί για τη νέα αυτή πραγματικότητα. Παράλληλα όμως προς την απελευθερωτική αυτή στάση, δεν έλειψαν στον εκκλησιαστικό χώρο και οι τάσεις υποτίμησης της γυναίκας, καθώς πολύ συχνά συνδέθηκε με το κακό και την αμαρτία. Η ιεραρχική υπαγωγή της γυναίκας στον άνδρα - «κληρονομιά» του αρχαιοελληνικού και ιουδαϊκού κόσμου - πέρασε ως ένα βαθμό στη ζωή και τους θεσμούς της Εκκλησίας, αναπαράγοντας σχήματα και δομές σε προφανή αναντιστοιχία με τη θεολογική και εσχατολογική της αυτοσυνειδησία. Μπορεί η Εκκλησία και η θεολογία να αναφέρονται συνεχώς θριαμβολογικά στην πρώτη πραγματικότητα και να καμώνονται πως δεν τους αφορά η δεύτερη; Μήπως οι προκλήσεις που θέτει ο σύγχρονος κόσμος και το φεμινιστικό κίνημα προσφέρουν μια ευκαιρία αυτοκριτικής και θεολογικής σπουδής; Μήπως μια θεολογική θεώρηση του φύλου και του «κατ` εικόνα Θεού» στη γυναίκα μπορούν να ερμηνεύσουν τα προβλήματα που θέτει το υπό συζήτηση θέμα; [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]