Φάροι
Πέτρα και φως
Φωτογράφος: Σκουλάς, Γιάννης
Εξαντλημένο
ISBN: 978-960-202-172-9
Άμμος, Αθήνα, 1997
Ελληνική, Νέα
€ 53.58 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Σκληρόδετο
34 x 25 εκ, 239 σελ.
Περιγραφή

Αναρωτιέμαι συχνά τι να ναι αυτό που με οδήγησε στο να αρχίσω να φωτογραφίζω φάρους. Ίσως η αιτία να βρίσκεται στο ποίημα του Ζακ Πρεβέρ για το «φαροφύλακα που αγαπάει πολύ τα πουλιά», που είχα διαβάσει στα εφηβικά μου χρόνια. . . Η αφορμή πάντως, πρέπει να είναι η γλυκιά θαλπωρή που μου προσέφερε η μια πλευρά του φάρου στο Ταίναρο, όταν γύρω μου λυσσομανούσε ο αγέρας κι η νύχτα έπεφτε βαρειά και γρήγορη, έναν Οκτώβρη καμπόσα χρόνια πριν. Όπως και να χει, ξεκίνησε σαν αστείο, σαν βόλτα ή σαν εκδρομή. Μια ατελείωτη εκδρομή, που σιγά σιγά βρέθηκα δέσμιός της. Για τέσσερα περίπου χρόνια αρμένιζα την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, χρησιμοποιώντας κάθε λογής μεταφορικό μέσο. Από ψαράδικα καΐκια και κούτσικες βαρκούλες μέχρι τρακτέρ και δεκαοχτάρικα αεροπλάνα. . . Οι περισσότεροι φάροι είναι ορεινοί -δεν υπάρχει ούτε ένας που να βρέχεται από τα κύματα, πλην του Τουρλίτη στην Άνδρο- και οι προσβάσεις δύσκολες μέσα από μονοπάτια ρουμανιασμένα χρόνια τώρα. Πέρασα από ξερονήσια μεσοπέλαγα, σαν αυτό της Κανδηλούσας, όπου το μόνο στοιχείο ζωής είναι ο φάρος, κι αυτός ημιθανής. Εγκλωβίστηκα για μέρες στους Οθωνούς, συντροφιά με τον φαροφύλακα, αφού ο καιρός δεν επέτρεπε σε κανένα πλεούμενο να σαλπάρει. Άλλοτε, πάλι, έμεινα να κοιτώ επί τρία μερόνυχτα το απέναντι νησάκι με το φανάρι του στο Σιγκρί, αδυνατώντας να το πλησιάσω, διακόσια μέτρα απόσταση. . . Η μοναξιά του φαροφύλακα έγινε και δική μου. Για φωτισμό χρησιμοποίησα λάμπες πετρελαίου και κεριά. Νερό ήπια από στέρνες. Και για φαΐ είχα τις κονσέρβες μου.


[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]