Η Άλις είχε μεγάλα ωραία μάτια και χέρια πιο μικρά κι απ’ της βροχής. Η Ματίλντα με δάγκωσε τόσο δυνατά όταν τη φίλησα που ένιωσα να καταπίνω αίμα. Η Πώλα μου ’κοψε την ανάσα όταν άφησε το μπουρνούζι που την τύλιγε να κυλήσει στο πάτωμα. Η Τρέησι είχε το ένα μάτι μαυρισμένο, το αριστερό μάγουλο πρησμένο και το κάτω χείλος σκισμένο όταν της πρότεινα να περάσουμε δύο βδομάδες στις Μπαχάμες. Η Τζένιφερ δεν μου κράτησε κακία που αρνήθηκα να την κοιμίσω στο κρεβάτι μου και την πήγα σπίτι της τα ξημερώματα. Η Μπριτζίτ μ’ αγκάλιαζε σφιχτά όταν ο άντρας της μας τσάκωσε σ’ ένα από τα τέσσερα μεγάλα σαλόνια του σπιτιού της. Κι η Μίρκα μου χαμογελούσε από την καρέκλα της κατηγορούμενης όταν δικαζόταν για τον φόνο του αντρός της. Χώρια όσες είχα ψωνίσει σε διάφορα μπαρ εργένηδων, που το άλλο πρωί δεν θυμόμουνα το χρώμα των μαλλιών τους. Όλες αυτές πέρασαν σαν μετέωρα από τη ζωή μου, στα έντεκα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά. Μια δουλειά που μου κόστισε κάμποσα μπλεξίματα και όπου μια φορά παρά λίγο να βρεθώ στο θάλαμο αερίων για το φόνο κάποιου αστυνομικού που δεν είχα διαπράξει, και που παρ’ όλα αυτά δεν θα την άλλαζα με τίποτα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]