Η όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη», αυτός ο ύμνος στον απόλυτο έρωτα, πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μόναχο το 1865, ύστερα από διαταγή του Λουδοβίκου Β` της Βαυαρίας, θαυμαστή και στενού φίλου του σύνθετη. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από τη στιγμή που ο Βάγκνερ διέκοψε την εργασία του πάνω στο «Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ» για ν` ασχοληθεί μαζί του. Επηρεασμένος από το βιβλίο του Σοπενχάουερ «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση», από τους «Ύμνους στη νύχτα» του Νοβάλις, αλλά κυρίως από τον βαθύ έρωτα που ένιωθε για την κατά 15 χρόνια νεότερή του Ματίλντε Βέζεντονκ, δημιούργησε μια όπερα που επηρέασε όσο καμία άλλη σύνθεση την πορεία της ευρωπαϊκής μουσικής. Ο Τριστάνος είναι το ανυπέρβλητο αριστούργημα του ώριμου ρομαντισμού. Η θέση του Σοπενχάουερ ότι «η άρνηση της βούλησης για τη ζωή είναι η μοναδική και οριστική λύτρωση» βρήκε σ` αυτό την καλλιτεχνική του ολοκλήρωση. Συγχρόνως όμως αυτό το μουσικό δράμα αποτελεί κατάφαση της βούλησης, γιατί ο Τριστάνος γνωρίζει μόνο την Ιζόλδη και εκείνη μόνο τον Τριστάνο. Έτσι ο Βάγκνερ έχει δίκιο όταν συμπεραίνει ότι «η άρνηση της βούλησης για ζωή οδηγεί στη μέγιστη ενέργεια της ίδιας της βούλησης». Από την εσωτερική άρνηση του κόσμου γεννιέται η βεβαίωση της λύτρωσης. (...)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]