"Του σκέπασε το κεφάλι με επισημότητα και αποφάσισε να μιλήσει στην Τίνα. Θα της έλεγε ότι στον άνθρωπο αυτόν άξιζε το ωραιότερο μακιγιάζ του κόσμου - πέθανε πρόωρα, δεν πρόλαβε τις ωραίες του εποχές. Και θα την παρότρυνε να δοκιμάσει νέες τεχνικές στην περιποίηση, με τα μοντέρνα υλικά που κρύβονταν στο σημερινό πακέτο. Γιατί είχε κάποτε γνωρίσει τον νεκρό και έζησε μαζί του στιγμές ανάτασης. Και ναι μεν θα της έκρυβε πως για το πτώμα αυτό θα έχανε εξήντα χιλιάδες ευρώ, αλλά δεν ένιωθε πια πως τις έχανε. Τις χρωστούσε στην ιδέα της τόλμης!"
Στην αναμέτρηση ανάμεσα στον αδίστακτο και μηχανορράφο ιδιοκτήτη του γραφείου τελετών "Γαλήνη" και στον μεγαλόθυμο και ανυποψίαστο του ομόλογου γραφείου "Ξέρξης και Σία" νικητής τελικά αναδεικνύεται η παρωδία.
Η Νένη Ευθυμιάδη, θέτοντας στο επίκεντρο του μυθοπλαστικού της κόσμου το εμπόριο του θανάτου στη σύγχρονη Αθήνα, γράφει μια σπαρταριστή μαύρη κωμωδία. Πρόσωπα της παρανομίας και του επέκεινα συναντώνται σε απρόσμενες καταστάσεις. Γιατροί, Αλβανοί, τελετάρχες, μακιγέρ νεκρών, νεκροθάφτες, κοράκια, ακόμη και επί πληρωμή νεκροί επιστρατεύονται για τον πένθιμο νεοελληνικό τραγέλαφο.