`Eίχα στο μυαλό μου τη ζωή του Τάσσο και μαζί τη δική μου ζωή και καθώς συσχέτισα δύο τόσο ιδιόρρυθμες φιγούρες με τις ιδιαιτερότητές τους, γεννήθηκε μέσα μου η εικόνα του Τάσσο, στον οποίο αντιπαρέθεσα την πεζή ιδιοσυγκρασία του Αντόνιο, για την οποία είχα άφθονα πρότυπα`. (Γκέτε, Συνομιλίες με τον Έκκερμαν, 6 Μαιου 1827)
Ο Τορκουάτο Τάσσο, έργο το οποίο ο ίδιος ο Γκαίτε χαρακτηρίζει `σάρκα εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστέων του` και το οποίο σημαδεύει το αργό αλλά αποφασιστικό πέρασμα του συγγραφέα από την εξέγερση του Sturm und Drang στη νηφαλιότητα της κλασικής του περιόδου (το έργο γράφτηκε με πολλές διακοπές και επεξεργασίες στο διάστημα οκτώ, ίσως και δέκα χρόνων), είναι κατεξοχήν ένα έργο οδυνηρής συμφιλίωσης. Ο παθιασμένος συγγραφέας του Βέρθερου, ο παράφορος Sturmer, κοιτάζει πια από απόσταση και το πάθος του καλλιτέχνη και τον σπαραγμό του ματαιωμένου έρωτα. Το ταξίδι στην Ιταλία (1786-1788) γίνεται το εφαλτήριο για την εγκατάσταση εντός του μιας βαθύτερης καλλιτεχνικής αυτοπεποίθησης, η οποία εφεξής τον οδηγεί στη σοφία της κλασικής διατύπωσης.
Ο Τάσσο είναι ένας κρίκος της μακριάς αλυσίδας των λιγότερο ή περισσότερο άμεσων εξομολογήσεων με τις οποίες ο Γκαίτε σημαδεύει για τον ίδιο του τον εαυτό τα στάδια της ηθικής του εξέλιξης. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να πούμε πως, με εξαίρεση τον Φάουστ, πρόκειται για τη σημαντικότερη ποιητική εξομολόγησή του, γιατί το στάδιο που μας παρουσιάζει είναι ένα από τα καθοριστικότερα που έζησε ο Γκαίτε· είναι εκείνο που σημαίνει το τέλος του πρώτου ταξιδιού του στη ζωή, την άφιξή του στα υψίπεδα της σοφίας, την οριστική του παραίτηση από το ταραχώδες και θολό ιδεώδες της νεότητας.
Ο Τορκουάτο Τάσσο δεν είναι μάλλον ένα δράμα που εξυμνεί τον τραγικό έρωτα ενός ποιητή, αλλά (σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα) πρόκειται για την `την ασυμφωνία της ποίησης και της ζωής`, κάτι που ισοδυναμεί με την αντινομία ανάμεσα στον ιδανικό κόσμο που μορφοποιείται, ουσιαστικά, στον Τάσσο και τον πραγματικό κόσμο.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]