«Γιατί υπάρχει τόση αφθονία εδώ και τόση έλλειψη πίσω; Στην πατρίδα μου μπορεί να μοχθείς μια ολόκληρη ζωή για να καταλήξεις νεκρός σε μια υπόγεια τρύπα, με τόνους κάρβουνου από πάνω σου. Εδώ πόσο καλοντυμένοι είναι όλοι. . . Με κάνουν να αισθάνομαι σαν χωριάτισσα», αναρωτιέται η Ιρίνα, κοιτάζοντας το τριμμένο και γεμάτο λεκέδες από φράουλες τζην της. Υπάρχει ένα μεγάλο κατηφορικό χωράφι που πλημμυρίζει από ώριμες φράουλες στις νότιες παρυφές του Κεντ. Φουντουκιές ολόγυρά του, κι ανάμεσά τους αγριοτριανταφυλλιές και μοσχοβολιστό αγιόκλημα, το προστατεύουν, σχηματίζοντας ένα φυσικό φράχτη. Και μέσα στο χωράφι υπάρχουν δυο τροχόσπιτα, ένα για τους άντρες κι ένα για τις γυναίκες. Για όλους αυτούς που μαζεύουν φράουλες. . . Οι Ουκρανοί. Η Ιρίνα, που μόλις έφτασε από το Κίεβο. (. . .) Οι Πολωνοί. Ο Τόμαζ, θαυμαστής του Μπομπ Ντίλαν, η αφράτη Γιόλα, που χρειάζεται επειγόντως χρήματα, άντρα και πατέρα για το γιο της, και η θεούσα ανιψιά της Μάρτα. Ο νεαρός Εμανουέλ από το Μαλάουι που αναζητεί την αδελφή του και οι δυο Κινέζες που έχουν έρθει στην Αγγλία για σπουδές για να καταλήξουν σε μπορντέλο του Άμστερνταμ. Και παρόλο που δεν μπορεί να μαζέψει φράουλες, εκεί τριγυρίζει και ο Σκύλος. Σε ένα τέτοιο χωράφι πάντα ξεφυτρώνει και ένα παράσιτο έτοιμο να εκμεταλλευτεί τους οικονομικούς μετανάστες. Ο πονηρός Βιτάλι που τα έχει με τη γυναίκα του ιδιοκτήτη και συνεργάζεται με τη ρωσική μαφία· αρπακτικά του τράφικινγκ και του βρόμικου χρήματος. Κι όλοι αυτοί, μαζί με τα όνειρά τους, σταμάτησαν το χρόνο σ` ένα χωράφι γεμάτο φράουλες. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]