Από την πρώτη φορά που θυμάμαι να παραβρέθηκα, παιδί, σε κηδεία, στο χωριό μου, τη Νέα Μηχανιώνα, οι νεκροθάφτες μου την έδιναν στα νεύρα, παρόλο που ο δικός μας μάς ήταν πολύ συμπαθής. Ο άνθρωπος που έσκαβε το λάκκο, όπου θα παράχωναν το νεκρό, ήταν ένας απ` τους φτωχότερους και πιο αναγκεμένους συγχωριανούς μας, που έκανε με αφοσίωση, σοβαρός και αμίλητος, τη δουλειά του και ήταν περιβεβλημένος με μιαν αχλύ ζοφερού και μαζί αγιωτικού μυστηρίου. Τον λέγαμε `πεθαμενατζή`. Το όνομά του ήταν Γρηγόρης, ο Γρηγόρης της Αχτίνας και χαϊδευτικά ο Γόλης. Ήταν ένας ανθρωπάκος κοντούτσικος κι αμίλητος, φαμελιάρης μιας πολύτεκνης οικογένειας. Το κύριο επάγγελμά του ήταν γεωργός. [...]