Ήταν μια παράξενη πόλη, σαν προϊστορικό θηρίο, που εμφανίστηκε ξαφνικά στην κοιλάδα μια χειμωνιάτικη νύχτα και σκαρφάλωνε με κόπο στην πλαγιά του βουνού. Όλα ήταν παλιά σ` αυτή την πόλη, όλα φτιαγμένα από πέτρα, από τους δρόμους και τις βρύσες ως τις στέγες των μεγάλων παλαιικών σπιτιών, που ήταν σκεπασμένα με γκρίζες πλάκες σαν τεράστια λέπια. Δύσκολα θα το πίστευες πως κάτω από αυτό το σκληρό καβούκι σάλευε κι αναπαραγόταν η τρυφερή σάρκα της ζωής.
Στον επισκέπτη, που την αντίκριζε για πρώτη φορά, ξυπνούσε την επιθυμία μιας σύγκρισης, όμως αμέσως καταλάβαινες πως ήταν παγίδα γιατί η πόλη απέρριπτε κάθε σύγκριση· στ` αλήθεια, δεν έμοιαζε με τίποτα. Δεν ανεχόταν περισσότερο τις συγκρίσεις απ` όσο τις βροχές, τα χαλάζια, τα ουράνια τόξα και τις ξένες πολύχρωμες σημαίες που εγκατέλειπαν τις στέγες της όπως είχαν έρθει, εφήμερα κι εξωπραγματικά όσο εκείνη ήταν συγκεκριμένη κι αιώνια.
Ήταν μια πόλη κατηφορική, ίσως η πιο κατηφορική πόλη στον κόσμο που είχε αψηφήσει όλους τους νόμους της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Η κορυφή ενός σπιτιού άγγιζε καμιά φορά τα θεμέλια ενός άλλου και ήταν σίγουρα το μοναδικό μέρος στον κόσμο που, αν γλιστρούσες στην άκρη ενός δρόμου, κινδύνευες να βρεθείς πάνω σε μια σκεπή. Κι αυτό, ιδίως οι μεθυσμένοι το γεύονταν πότε - πότε.
Ναι, ήταν μια πολύ παράξενη πόλη...