Αν θελήσω να ξαναγυρίσω με το μυαλό μου πίσω στα παιδικά μου χρόνια με σταματάει μια δυσκολία. Θυμάμαι πιο εύκολα κείνα τα πράγματα που μου `χουν ξανάρθει, από τότες, πολλές φορές στο νου και τα `χω ξαναδιηγηθεί σε άλλους, η στον εαυτό μου, γιατί τα `βρισκα ενδιαφέροντα, για να δικαιολογήσω μια πράξη μου, και γιατί οι άλλοι τα είχανε διαλέξει για καλύτερα και μου τα είχανε επιβάλει κι εμένα του ίδιου. Τα άλλα, όσα συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή, μένουν μπερδεμένα σε κάποιο θαμπό σύννεφο που υπάρχει (γιατί το αισθάνομαι) μέσα μου. Καταλαβαίνω πως θα μου χρειαστεί κόπος για να φτάσω ως τα εκεί. Κι έτσι σκοντάφτει η θέλησή μου και γυρίζει σαν ένας μύλος πού δεν αλέθει τίποτα· ώσπου να της δώσω καμιά άλλη τροφή να ικανοποιηθεί, κοιτάζοντας λόγου χάριν απ` το παράθυρο τον εξωτερικό κόσμο, αφού τόση είναι η αδυναμία μου να γυρίσω στον εσωτερικό. (...) Με τα τέσσερα, απάνω σ` ένα χαλί, θυμάμαι για πρώτη φορά τον εαυτό μου. Ήτανε, μου φαίνεται, μετά το φαί, στον αντρέ της κυρούλας μου, πού καθότανε σ` ένα παλιό σπίτι της Πλάκας. Παίζαμε βόλους με τον ξάδελφό μου και για τούτο είχαμε διαλέξει το μεσαίο χαλί, πού τα σχέδιό του έκαναν οχτάγωνα, για να βάλουμε τους βόλους. Εκεί, απάνω στο παιχνίδι, έμεινα μερικές στιγμές ακίνητος, κοιτάζοντας προσεχτικά το χαλί. Και τότε μόνο γεννήθηκε μέσα μου και σιγά-σιγά μου επιβλήθηκε η ιδέα ενός χρώματος. Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο. Τότε είδα και τα σχέδια που έκαναν οχτάγωνα μαύρα και άσπρα - και όχι πριν, όταν το διαλέξαμε επειδή μας φαινόντουσαν καταλληλότερα για να παίξουμε βόλους. Έτσι έκανα για πρώτη φορά μια διάκριση και συνέλαβα, χωρίς να το ξέρω, την ύπαρξη της αφηρημένης έννοιας ενός χρώματος κι ενός σχήματος που ως τότε τα παρατηρούσα μόνο για την ενδεχόμενη χρησιμότητα τους. (...)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]