Το φως του κόσμου
Ljos Heimsins (τίτλος πρωτοτύπου)
Εξαντλημένο
ISBN: 978-960-248-279-7
Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 11/1978
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
Βιβλίο, Χαρτόδετο
25 x 17 εκ, 351 σελ.
τ. 1
Ισλανδική (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: "ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ"
ΣΤΕΚΕΤΑΙ μαζί με τις κίσσες της αχτής και τους χαραδριούς, στην παραλία, μπροστά στο αγροτόσπιτο, και κοιτάζει τα κύματα καθώς πιπιλίζουνε την αμμούδα, παγαίνοντας μια πάνου και μια κάτου. Μπορεί και να τον τρομάζη η δουλειά. Είναι ορφανό της κοινότητας. Γι` αυτό κ` η ζωή στο στήθος του είναι ένας ξέχωρος κόσμος, και το αίμα του ένας άλλος κόσμος. Είναι βολές, και τούτο όχι σπάνια, πού σα να τον τριγυρίζη ένα κενό και πάει κιόλας καιρός πού λαχταρά μιαν ολωσδιόλου ακαθόριστη παρηγοριά. Τούτος δω ο πολλά έλιγος κόλπος με τ` αλαφριά κύματα στην αμμούδα του, τα μικρά γαλαζωπά όστρακα και τους σκοπέλους από τη μια μεριά, και την πράσινη γλώσσα της στε-ριάς από την άλλη, είναι ο φίλος του. Λγιόζαβικ λένε τον φίλο του. Ήτανε, το λοιπόν, ολότελα εγκαταλειμμένος; Δεν ήτανε κανείς άλλος, εχτός από τούτον το μικρό τον κόλπο, πού να `ναι καλός μαζί του ; Όχι, κανένας. Μ` αλήθεια, μήτε κ` ήτανε και κανένας τόσο κακός μαζί του, πού να `πρεπε να φοβάται για τη ζωή του. Γένηκε κι αυτό, μα αργότερα. Τον κορόιδευαν, τις πιότερες βολές δεν τον παίρνανε στα σοβαρά. Μα έλα σου, πού δεν είναι και πολλά εύκολο να τα δέχεσαι όλα ήσυχος ! Τ` ότι τις έτρωγε, αυτό γινότανε από ανάγκη. Τέτοια ήτανε η δικαιοσύνη. [. . .]

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: "Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ"
ΟΤΑΝ ο ποιητής άνοιξε τα μάτια του το πρωί, είδε δίπλα του έναν άντρα μ` ένα μπαστούνι στα χέρια, πού τον χτυπούσε.
- Δε θέλω να μπαίνουνε πρόβατα στον χορτότοπό μου, φώναζε αδιάκοπα ο γέρος.
Μα καθώς ήτανε γέρος, δεν είχε καθόλου δύναμη και τα χτυπήματά του ήντουσαν μαλακά.
Ήταν μια κάμαρα, για τους υπηρέτες, με ξύλινους τοίχους και λοξή στέγη. Μπροστά στον έναν τοίχο στεκότανε μια μικρή θερμάστρα και πιο κει ένα ξύλινο χώρισμα, στο μισό ύψος του τοίχου, πού έπιανε τη μίση κάμαρα, θυμίζοντας σταύλο.
- Τον χορτότοπό μου ! γκρίνιαζε ο γέρος κι άφηνε το μπαστούνι του να πέφτη πάνω στον νέο.
Ο νέος δεν είχε ξυπνήσει ακόμη ολότελα κι ακόμη δεν το `χε χωνέψει, πώς τώρα πια ήτανε ολωσδιόλου υγιής, και μ` έναν τόσο υπερφυσικό τρόπο, μάλιστα. Εξακολουθούσε να νομίζη, πώς υπόφερε από θανάσιμες αρρώστιες, γι` αυτό κι αποκρίθηκε, όπως τις παλιές, οδυνηρές μέρες του, πώς δε μπορούσε να σταθή στα πόδια του από τους ανυπόφορους πόνους πού ένιωθε.
Αντικρυστά του καθότανε ολωσδιόλου γυμνός, ένας άντρας, σ` ένα κρεβάτι : ροδομάγουλος και τόσο παχύς, πού τα μαγουλά του κρεμόντουσαν ως τους ώμους του. Τα σάλια του τρέχανε από τη μια γωνιά των χειλιών του και τραύλιζε αδιάκοπα: -Βάβ-βα, βάβ-βα. [. . .]